Ήθελα να σου πω, Θωμά


[είναι πουλιά, λένε, διαβατάρικα οι ποιητές]

Κανείς δεν χρειάζεται μια αφορμή για να σκύψει πάνω από τα ποιήματα της καρδιάς που μας άφησε ο Θωμάς Γκόρπας. Δεν ζητείται μια συγκυρία του χρόνου ή τ’ άθροισμα του καιρού που σχηματίζει ένα ιωβηλαίο, γκρίζο και σκοτεινό, σαν τα λουλούδια του ποιητή. Ο Θωμάς Γκόρπας πλανιέται μες στην Αθήνα, τριγυρνάει από καφενείο σε καφενείο. Παρέα του αθάνατοι παίδες Ελλήνων με τα φτερά τους ψαλιδισμένα και τους στίχους τους ερεθισμένους. Πίνουν ούζα και μεθούν στα πέριξ της Θεμιστοκλέους. Προβάλλουν στις τζαμαρίες, σαν κάδρα καιρών περασμένων. Κάποιοι γνέφουν με τα μάτια και άλλοι αφήνουν ραβασάκια στα χρόνια, έτσι για να κοκκινίζουν, να κάνουν χάζι με τα μυστικά τα πάθη που ποτέ δεν πάψανε.

Οι στίχοι του Γκόρπα δεν γεννήθηκαν μες στην καρδιά του ποιητή. Βρέθηκαν γυμνοί μες στα σοκάκια της πολιτείας και εκείνος τους έδωσε στέγη, νερό, φωνή. Οι στίχοι του Γκόρπα προβάρονται απόψε πάνω στα ερείπια. Θέλει καρδιά και θάρρος για να υπάρχουν, θέλει την μυθική Αταλάντη να ξεπουλιέται στα Χαυτεία και πίσω της να μην κοιτάζει τα χρόνια που εμπορεύεται. Τις περασμένες δόξες που παραμονεύουν κάτω από τις πέτρες της ζωής μας δεν τις συλλογιέται ο Γκόρπας. Μονάχα διαβάζει ατημέλητα, δίχως κουβέντα για τα παλιά. Μια φαντασίωση λένε τα τραγούδια του, θαμμένα μες στο χώμα και την ανάμνηση. Την ώρα που σύσσωμη η ελληνική τέχνη κάνει μαρτυρία την ζωή του λαού μες στην φύση και την παράδοση, ο Θωμάς Γκόρπας σκύβει και φιλά την άσχημη πόλη, την κάνει ερωμένη του και μαζί της λάμνει. Δεν του καίγεται καρφί για την μαγγανεία του χρόνου που όλα τα πνίγει στις στάχτες. Εκείνος διαβάζει τα πρόσωπά της έξω στην πυκνή βλάστηση του δρόμου. Είδη ενδημικά χαράζουν τροχιές σε άγνωστα μονοπάτια και δεν γνωρίζουν, δεν υποπτεύονται πως ένας ποιητής σμιλεύει αδιάκοπα έναν άλλο κήπο ηρώων, γεμάτων πορτραίτα από δράματα παλιά και λησμονημένα. Με ένα του νεύμα ξεσηκώνει την σκηνοθεσία και θέτει σε κίνηση τα πρόσωπα του δράματος. Φυσάει τ΄άγνωστο αεράκι, το στιγμιαίο που θερμαίνει τις ζωές μια φορά και έναν καιρό. Τα ύφαλα της πόλης και της βιογραφίας κατοικεί ο Γκόρπας, βάζοντας θάλασσες καθοριστικές ανάμεσα στα πράγματα τα τωρινά και της ζωής το χρέος.

Από την Αίγινα ως την Αθήνα, ταξιδεύει απάνω στα ποιήματά του. Κάνει τράκα στο πακέτο του πατέρα, κάνει τράκα δυο τρεις φίλους μες στο κύλημα το αδέκαστο του χρόνου. Και αν η νοσταλγία του τσακίζει την καρδιά ξέρει ο ποιητής πως πρέπει να ζήσει με τούτο το βάσανο. Πρέπει να ζήσει και να γράψει το τραγούδι της εποχής του όπως την θυμάται. Πρέπει να πει την μοίρα του αυριανού καιρού, να μην φοβηθεί πρέπει, να φτιάξει έναν δρόμο για την ομορφιά. Η νύχτα στην πόλη την ξέρει την φωνή του. Έρχονται ώρες που την φορά και περήφανα τραβά κατά τον έρωτα. Έτσι μου μοιάζει εμένα ο ποιητής, αγαπημένος με τα λάθη, τις πληγές, τα ονόματα και τα παλιά, τα ανεπανάληπτα πράγματα. Τον βλέπεις στις φωτογραφίες με γερμένους ώμους και κουρασμένο βλέμμα. Και με το γλυκό χαμόγελο εκείνου που γεννήθηκε με την μοίρα να αντέξει το ίζημα της μεταπολίτευσης, μαζί με άλλους, μερικούς χαμένους και άλλους ζωντανούς που συνθέτουν εδώ και εκεί την λαϊκή, καθώς λένε την φαντασίωση. Πρόσωπα και μορφές που ενσαρκώνουν μια ιστορία άγραφτη και μυστική. Καμωμένη από στίχους και ατμόσφαιρες σκοτεινές και κλεισμένες πόρτες του καιρού, σφραγισμένα καλοκαίρια και λουφαγμένες λιμνοθάλασσες μες στην ασφάλεια της νύχτας. Τότε ζουν τα ποιήματα του Γκόρπα, μονάχα τότε διαβάζονται με όλο τους το κύρος και την σημασία. Βλέπεις, αν βγει ο ήλιος όλα καίγονται. Είναι πραματευτής, με τα όνειρα παζαρεύει τις νύχτες του. Φαντάζει κάτι σαν την αιχμή της Chartres που ο ζωγράφος ομολόγησε πως λίγη σχέση κατέχει με τον αιθέρα της Αίγινας. Ο ρόλος του παραμένει μοναχικός και αδιάλλακτος, τ΄οργανάκι του λέει τα πάθια της χίμαιρας που γλίστρησε και πάει. Συνομιλεί με πρόσωπα χαμένα, με στίγματα και κλονισμούς. Ζει όπως το΄πε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, μόνος στο μέσον μιας πύρινης πραγματικότητας. Ο έρωτας και ο θάνατος διαφεντεύουν την ζωή του και εκείνος που άλλον δρόμο δεν έχει από τον στίχο, αναπαριστά με λέξεις τις αντιλήψεις του εαυτού του και της εποχής του. Η ψυχή του καίγεται, σαν του Σαραντάρη, του Τραϊανού και τόσων άλλων. Στις τσέπες του κουβαλά πράγματα παλιά, την φθορά της ζωής, το πέρασμα του χρόνου με τον ξύλινο κρότο του. Περνά από τις αυλές παλιών, καλών μεσολογγίτικων σπιτιών, δένει τα φεγγάρια με κλωστές και από παράθυρο σε παράθυρο τα γυρνά, κάνοντας τις σκιές να σκιρτούν. Δεν δανείζεται, σκύβει και φιλά την πατίνα του καιρού που στρώνει μια ιδέα ομίχλης σε όλες τις καρδιές και τις μαιρεύει. 

Κάθε φορά που διαβάζει τους στίχους του κάποιος πονά. Κάθε φορά λίγος υδράργυρος σταλάζει, μια αιωνιότητα περνά και χάνεται, σαρώνοντας ιδέες και ονόματα και ποιητές. Ο Θωμάς Γκόρπας κατοικεί μες στο ένστικτο και για εκείνον άνεργος φαντάζει ο κόσμος και κάλπικος, φουσκωμένος με τα λόγια της δεκάρας, τα τραγούδια και τα σκετς. Κουβέντα για τις ψυχούλες μας που γερνούν επάνω στον σταυρό τους. Και εκεί που λέμε πως είμαστε ολομόναχοι να σου τα ποιήματα του Γκόρπα που φτεροκοπούν μες στην βαθιά την ησυχία της σύγχρονης, ελληνικής ποίησης. Ο Γκόρπας φέγγει μες στα καφενεία που αγάπησε, μισός αρχάγγελος, μισός πληγή, χαρίζοντας όλα του τα υπάρχοντα στην τέχνη που τον όρισε. Όσα δεν έζησε τα κληροδοτεί στα ποιήματα και τους αιώνες. Με τις λιγοστές του τέχνες τις κατακτημένες περνά σαν άνεμος μέσα από τις αυλές μας, μιλώντας για πράγματα που μας φοβίζουν, μας πληγώνουν, πράγματα που μας σκοτώνουν. Δεν υπάρχει χρώμα και όνειρο που να τ΄αρνείται ο ποιητής. Μες στην μοναξιά του φαντάζεται ομορφότερο τον κόσμο, περιφρονεί το γούστο της εποχής και τους χρησμούς. Παλεύει με την εποχή του που ΄ναι σκληρή και αλύγιστη. Ελεύθερος πολιορκημένος στο βάθος του μαγαζιού με τον μονότονο ήχο των ψυγείων.

 Αυτή είναι η πατρίδα του Γκόρπα, το βάθος των πραγμάτων. Έχει μια πίκρα για εκείνους που απατήθηκαν μες στην ιδέα και τώρα ορκίζεται στην αγάπη, τους παλιούς φίλους, στο μεροκάματο της χαράς που δεν βρήκα άλλον τρόπο απόψε να ειπωθεί καλύτερα όσο και αν βασανίστηκα.

Άκου Θωμά, εδώ δεν έχει αιώνια αναμονή και τα ρέστα. Ο άνθρωπος ο παίζων που γαλουχήθηκε μες στην αντάρα του καιρού δεν ξέρει από στολίδια και άγνωστες λέξεις. Δεν ξέρει από το περιττό και το αχρείαστο, νόμος του θα΄ναι πάντα εκείνο το ασώματο, το νοερό που αποστρέφεται τον πλούτο. Και τα τοπία Θωμά, τα σφριγηλά, τα τροπικά, τα ανείπωτα, τα΄χω μέσα μου πικρά λησμονήσει. Δεν κάνουν έρωτα όπως παλιά οι άνθρωποι Θωμά.  Για όλα αυτά σε θυμάμαι απόψε, έτσι απρόσμενα. Είναι πέτρινες ακίνητες μορφές τα χρόνια Θωμά. Και έτσι πίνω στην θύμησή σου απόψε και σ΄αντικρίζω μελαγχολικό, με ένα ασημένιο χαμόγελο στην βιτρίνα κάποιου ντοκιμανταίρ που ανάθεμα και αν εννόησε ποτέ το κατακόρυφο βάρος της ανθρωπιάς σου.

Το προγονικό θαύμα μας καταδιώκει Θωμά. Κάτι σκόρπιες προπαίδειες ποιημάτων φέρνουμε στο νου μας, σαν έρθουμε στο κέφι. Δεν έχει άλλη αθωότητα η φωνή μας. Όλοι μας οι ρυθμοί φαντάζουν αγορασμένοι από ύποπτα μαγαζιά, μ΄αμφίβολες προθέσεις. Για αυτό σου λέω Θωμά, είναι μεγάλο πράμα να πεις, ο χρόνος δεν κυλάει πάνω σε άλογο, ο χρόνος διαπλέει, λέει,  την καρδιά μας.

Α.Θ