The Cure | Boys Don’t Cry, 1980

Τ΄αγόρια Τζοάν δεν κλαίνε

Λονδίνο, 1980, η Τζόαν ποζάρει χιονισμένη, ο καιρός κλείνει πίσω της. Η  Τζόαν κάποτε υπήρξε αγόρι και γνωρίζει πολλά για τους φραγμούς που πρέπει να ξεπεράσει ο κόσμος στις αρχές της πιο έξαλλης και αποφασιστικής δεκαετίας. Μες σε δέκα μόλις χρόνια ο αιώνας προετοιμάζει τον αποχαιρετισμό του. Και η Τζόαν διεκδικεί την ζωή της από την αρχή, παλεύοντας με εκείνο το ή εσύ ή εγώ που κάνει την διαφορά εκεί έξω.

(από το βιβλίο της πιο
Απροσποίητης ζωγραφικής)

 

Χθες το βράδυ έμαθε τα νέα. Πόσο πληγώθηκε καλέ Θεέ του νότου, πόσο λυπήθηκε. Πόσο γελάστηκε όταν πίστευε τα δικά του λόγια, πόσο γελάστηκε. Χτένισε τα μαλλιά της και σκούπισε τα μάτια της. Η θέση της είναι στον δρόμο, οι σπουδαίες εξοχές, το σπιτάκι στο πουθενά του ξέφωτου ήταν ένα ψέμα. Η θέση της είναι πλάι στον τηλεφωνικό θάλαμο με τα αγόρια που δεν χορταίνουν, δεν χορταίνουν. Έι Τζόαν σε δέκα λεπτά, σε μισή ώρα, στις επτά ή ποτέ και πάντα Τζόαν. Και εκείνη με τα μαλλιά της χτενισμένα, με τα μάτια της κατακόκκινα από το κλάμα βαδίζει κάτω από τους ψηλούς χάλυβες και τ΄ακριβό γυαλί. Ολομόναχη, έχοντας στο πλευρό της τα φτηνά τραγουδάκια που ακούγονται στον δρόμο ή πάλι ολόκληρα κονσέρτα από φεγγάρια, άστρα και τα ρέστα προσεύχεται και περπατά. Δεν θα το βάλει κάτω, και αν η αγάπη της στοίχισε, υπάρχει πάντα το βουνίσιο πουλί που καίγεται πλάι στον ήλιο, όταν το θελήσεις Τζόαν κάνε την κίνησή σου στην πεθαμένη ορχήστρα. Ότι δεν χάθηκε θα το σβήσει ο αποψινός ήλιος.

Είχαν κιόλας φτιάξει την κάμαρή τους. Και είχαν όλο τον καιρό με το μέρος τους, τίποτε δεν τους φόβιζε. Εκείνος εργαζόταν ώρες ολόκληρες στο τιμόνι και εκείνη έσπαγε τα δάχτυλά της στις θηριώδεις, αμερικάνικες γραφομηχανές. Τόμοι ολόκληροι από απαγορεύσεις, διακηρύξεις, συμπεράσματα, τροποποιήσεις στο όνομα του συντάγματος πέρασαν από τα χέρια της. Και εκείνη τα κατάφερνε επειδή την καρδιά της κατοικούσε ο καλός άγγελος. Αν το θέλει η τύχη σε λίγο καιρό θα αφήσουν αυτήν εδώ την ζωή και ίσως, αν το θελήσει η τύχη, μπορεί να κάνουν δικό τους ένα ταπεινό σπιτάκι στην εξοχή του νότου. Ένα κομμάτι γη, μια γερμένη σκεπή και ο αυλόγυρος θα συμπληρώσουν το όνειρό τους, αν το θέλει η τύχη.

Όμως κάθε δράμα έχει το δικό του τέλος. Και η μοίρα της Τζόαν που έζησε φυλακισμένη σε δασκαλεμένο σώμα, την θέλει στους αιώνες και τους δρόμους να παζαρεύει το φιλί της για ένα φτηνό, άσχημο γεύμα στο εστιατόριο Ουώλυ με τους κακότροπους σερβιτόρους και το παγωμένο κομμάτι κρέας. Με τους παράξενους θαμώνες, τους κυνηγούς, τους εξωραϊστές, τους διεστραμμένους, τους βετεράνους κοπάδι απευθείας από τα αεροπλανοφόρα, παρασημοφορεμένους με ένα πόδι λιγότερο, με μια διαλυμένη ανθοδέσμη για προτομή, μνημείο της αγνώστου στατιστικής, σπουδή στην ενότητα της καινούριας αισθητικής αυτού εδώ του αιώνα. Με τους εραστές και τους καουμπόηδες και τις γαζωμένες βλεφαρίδες των κοριτσιών που ξεπουλιούνται όσο όσο, σκληρές, πέτρινες ζωές στα πλευρικά της πόλης, η αρρώστια που προχωρεί βουβά στον σκοπό της, κάτω από όλους τους καιρούς, κακή αρρώστια με στοιχειωμένα κοριτσόπουλα, χτυπώντας σαν άνεμος πάνω στην απελπισία των κουδουνισμάτων που φέρνουν λίγο πολύ τα ίδια, τραγικά νέα. Η ζωή Τζόαν συνεχίζεται, κάτω από τα μεγαθήρια, σου απομένουν λίγα πράγματα Τζόαν κάτω από τα μεγαθήρια, τίποτε περισσότερο κορίτσι μου από τα πιστά γυμνά που φιλοδοξούσε η τέχνη σου, ολότελα τροφοδοτημένη από αυτό εδώ το αχόρταγο πανηγύρι με τα σπασμένα βάζα και τα άλλα πωλητήρια και τους εμπόρους που νίβουν τα χέρια τους που μεγαλώνουν στρατιές από παιδιά και από τρελά, παγωμένα ψάρια.

Και σε τρελαίνουν Τζοάν, σε κάνουν επικίνδυνη για τον εαυτό σου, πόσο πρέπει να φοβάται κανείς για σένα.

Mirador, 1980, το φθινόπωρο δείχνει τα δόντια του. Η ιστορία τελειώνει κάπου εδώ. Η Τζόαν σπαράζεται από το τέρας της πόλης που κάνει την δουλειά του, στημένος ήρωας της πιο τέλειας ιστορίας. Στο βάθος του μαγαζιού πουλιέται ανθρώπινο κρέας. Ίσως η Τζοάν να κατοικεί κάπου εκεί, ίσως χάθηκε θεληματικά και ανύποπτα, με μια άρνηση για εφόδιο, με πέντε χιλιάδες ήττες και ανυπολόγιστες απώλειες. Δεν έχω να σας πω πολλά περισσότερα. Προσεύχομαι στο τραγούδι που πέφτει σαν βροχή πίσω από κάθε της λέξη. Δεν μιλάω για μπαλάντες και αισθηματικά τραγούδια. Όταν θυμάμαι την Τζοάν τα παλιά επαγγέλματα στέκουν προσοχή, ένα παράγγελμα μες στην αιωνιότητα το επιβάλλει. Για όλα τα κορίτσια τύπου Φάνυ Έλσλερ που έκαναν ομορφότερη την ζωή στα δύσκολα εκείνα χρόνια, ζωές της δεκάρας, ανεπάγγελτοι ζωγράφοι και ένα εύθυμο ένστικτο δίχως αντίκρισμα.  

Τελευταία σκηνή. Η μητέρα της έξω στους δρόμους με το θαμπό της άστρο, τότε και τώρα, καλή, δωρική μητέρα. Μ΄ένα νεύμα της παραμερίζει ο κόσμος, η Τζοάν γίνεται θυσία στην αλήθεια της ενστικτώδους ζωής και τ΄αποτύπωμά της απόψε σημαίνει κάτι για τον ακαταμάχητο κόσμο. Να το θυμάσαι κάπου μέσα της θα λέει, «τα αγόρια δεν κλαίνε Τζοάν» και θα γελάει, καλύπτοντας σαν κεραυνός την πόλη εκεί έξω μονάχα με ένα μυστικό, γκρεμίζοντας τόσες και τόσες γραμμές άμυνας.

Α.Θ