Χρήστος Θηβαίος | Μικρή Πατρίδα

Ρηνάκι, μαινόμενο

[…Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.

Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά…]

Γιώργος Σεφέρης. 1935. Μυθιστόρημα
«Μποτίλια στο Πέλαγο»

 

 […Το Ρηνάκι δεν είναι πάνω από είκοσι χρονών. Σπουδάζει στην Σχολή Καλών Τεχνών και έχει μες στην καρδιά της τον Σερά. Τρέφει αφόρητο θαυμασμό για τον Σαγκάλ, δεν το αρνήθηκε ποτέ πως οι υαλογραφίες του την πονούν. Και ο Ντομιέ, με τις αναπαραστάσεις της σκληρότατης ζωής, μιλά τρυφερά μες στην καρδιά της. Ωστόσο, πάνω από όλα το Ρηνάκι αγαπά το καλοκαίρι, τις ανθισμένες αυλές, τα δροσερά περιβόλια, τα θερμά απογεύματα και τον ακίνητο χρόνο.

¥

Δεν έχει ύπνο απόψε το Ρηνάκι, όλο γυρίζει μες στην κουκέτα της, παλεύει με το όνειρο και η καρδιά της χτυπά δυνατά. Οι σύντροφοί της μακραίνουν μες στις Αχερουσίες, κανείς δεν θα τους βρει εκεί που κρύφτηκαν απόψε. Το Ρηνάκι, μαινόμενο, μισό στο νερό, μισό στην ανάμνηση ταξιδεύει κάτω από το φεγγάρι. Στην άκρη του ονείρου της δεμένος ο χρόνος, λύθηκε πια και πάει.

¥

Φύγε Ρηνάκι, κρύψου μες στις θάλασσες με τα βυθισμένα πρόσωπα και με τα πλοία, πιες τις περασμένες εποχές, ναυάγια, ναυάγια παντού Ρηνάκι και πέρα απέναντι το λούστρο του φωτισμένου νησιού που χάνει και κερδίζει την όψη του, άνεμοι ξαφνικοί και αγάπες πρόσκαιρες. Κανείς δεν θα σε βρει Ρηνάκι, κανείς.

¥

Δεν θα ΄χε απομακρυνθεί πολύ, λίγα πράγματα είχαν αλλάξει στο θαλασσινό τοπίο όταν άκουσε φωνές και γέλια και ξύλινους κρότους. Τους είδε στην άκρη του όρμου που φτιάχτηκε απόψε μόνο για εκείνη, μόνο για εκείνη.

¥

Πήγαινε Ρηνάκι, τρέξε τον δρόμο της ζωής, όπως ανοίγεται.

¥

Μια εξέδρα ξύλινη αρχίνιζε από τα γυμνά της πέλματα και έφθανε ως τον βυθό και ως το όνειρο που δεν σημαίνει τίποτε λιγότερο από τον ίδιο τον τρόπο της μέσα μας ζωής.

¥

  Πήγαινε Ρηνάκι, τρέξε τον δρόμο, δεν θα΄ναι μακριά εκείνος ο καιρός που τίποτε δεν θα θυμάσαι, που θα υψώνεσαι , άνθρωπος εφησυχασμένος, κάτω από τους πιο άγριους αστερισμούς…]

¥

[…Και όσο πλησίαζε, κρυμμένη καλά κάτω από τις σημασίες της νύχτας, τα πρόσωπά τους ξεθώριαζαν, όλη τους η θέρμη αποκαλυπτόταν, τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά τους, τα πιο ανθρώπινα. Σε μια άκρη του γιαλού τους περίμενε η Αργώ, με τα πανιά της τσακισμένα, ένα σκαρί με φαγωμένα ύφαλα και τίποτε. Οι λιγοστές τους προμήθειες πεταμένες εδώ και εκεί, τα ρούχα τους σημαίες πάνω στα δέντρα, τα πρόσωπά τους ασημένια, τοπία του Εγγονόπουλου, τίποτε λιγότερο. Το Ρηνάκι κράτησε την ανάσα της για μια στιγμή, έπειτα συλλογίστηκε όλα εκείνα τα αποσυρμένα πράγματα που πάλευαν μες στην νύχτα για την ζωή τους.

¥

Οι ναύτες, πνεύματα θεατρικά και καπνισμένες μορφές. Χόρευαν μες στο σκοτάδι και θύμωναν και σπρώχνονταν, ποντάροντας τους μισθούς τους για έναν σπασμένο αμφορέα, μια κυκλαδίτικη κοπέλα με γεωμετρική μορφή και σθένος, κοπέλα εύψυχη, γενναία και άξια που ΄χει νιώσει τα μυστικά του βυθού και το πνιγμένο σου τραγούδι. Κάποιον τον έλεγαν Ορφέα και ένας άλλος δοκίμαζε να δαμάσει τα κύματα, να καθυστερήσει εκείνον τον φθινοπωρινό καιρό που ΄ρχεται από τα ανοιχτά. Οι άλλοι, άνδρες γεροί, με πρόσωπα υπόλευκα, φτιαγμένα από χαρτί γύρευαν, ποιος ξέρει τι, μες στις πέτρες. Ίσως ένα νόμισμα, ίσως πάλι τ΄απομεινάρι από εκείνον τον  κατακόκκινο πολύποδα της ζωής που έσβησε στην κόψη του καιρού. Οι μεγάλες τους έγνοιες είχαν για πάντα χαθεί, σαν τους αρχαίους, βουλιαγμένους φάρους. Σπίτια, κλίμακες, όλα καίγονταν μες στον άνεμο που χαλούσε τους ρυθμούς και έκανε τις φλέβες του νερού να μοιάζουν με χέρι τρεμάμενο, του αποχαιρετισμού…]

¥

[…Μια ψυχή κολασμένη βρήκε μες στις πέτρες το ολόχρυσο νόμισμα. Οι άλλοι, για μια στιγμή παρέμειναν ακίνητοι και έπειτα, τινάχτηκαν σαν λεύκες αρχαίες, διώχνοντας τους ίσκιους που μια τέτοια ώρα ξαποσταίνουν. Έχουν το βλέμμα τους καρφωμένο στο μεσημέρι, μα τούτη η ιστορία δεν τους ανήκει, δεν τους ανήκει. Όλοι θέλησαν να κάνουν δικό τους τον χρυσό, στα χέρια πιάστηκαν και μήτε οι σαρκοφάγοι που μάταια προσμένουν βυθισμένοι με την πλώρη τους κάπως φανερή, δεν τους γοήτευσαν. Όλα γίνηκαν μεμιάς χάρτινα και το Ρηνάκι πόσο λυπήθηκε μόλις ακούστηκε η ελεγεία της νύχτας.

¥

Τελευταία σκηνή, οι ναύτες γύρω από τον κλήρο, οι επευφημίες για εκείνον που κέρδισε, ο ξαφνικός του θάνατος, αυτό το τέλος το ανθρώπινο και τα κλειδωμένα ποιήματα. Ήταν νέος πολύ εκείνος που κέρδισε, όλο και όλο του άνηκε ένα ρετάλι ουρανού και αυτή η άγρια θάλασσα. Τον είδαν που πέθαινε και στ΄όνομά του έκαναν κομμάτια τα κουπιά τους. Πώς θα σωθούν με τέτοιο καιρό, συλλογίστηκε κάπως απελπισμένο το Ρηνάκι που προς στιγμή λησμόνησε πως εκείνοι οι ναύτες στραφτάλιζαν σαν άγγελοι μες στο τοπίο, πως μες στις θάλασσες και γύρω από τα νησιά κατοικούν ψάρια τρελά και δαχτυλίδια.

¥

 Η ψυχή της ταράχτηκε, έκανε να κινηθεί μα όλα πια είχαν αλλάξει θέση. Ξημέρωνε, 20 Σεπτέμβρη του ΄71. Το καλοκαίρι πέθαινε σεμνά, κλείνοντας εντός του το σχήμα και τον χρόνο και τον άδειο από τα φιλιά σου άνεμο, ξανά και ξανά…]

Α.Θ