Rory Gallagher | For the Last Time

…όταν τον σκέφτεσαι
Είναι σαν να σκέπτεσαι
Τα ερείπια
Μιας αυτοκρατορίας…
William Makepeace Thackeray

 

 

 Montana, 700 c.c.

 

[…Ο Χιου από την Μοντάνα δεν τα κατάφερε, είπαν. Τέλειωσε ειρηνικά χθες το ξημέρωμα. Οι δικοί του άνθρωποι άφησαν μερικά λουλούδια εκεί που άλλοτε έστεκε περήφανο και επικίνδυνο το βαρέλι του. Το συρματόπλεγμα είχε διαλυθεί, καθώς η μοτοσικλέτα του Χιου ξέφυγε από τον έλεγχό του και ταξίδεψε ως τα αστέρια. Καημένε Χιου, τα δάκρυα των φίλων σου πέφτουν σαν βροχή πίσω από τις λάμπες του φωτισμένου σου θεάτρου. Έι Χιου, πες καμιά καλή κουβέντα και για μας και για τα πορσελάνινα κορίτσια μας Χιου που ομορφαίνουν, ξεσηκώνοντας την νιότη μας, σωστές ανάσες λύκων Χιου.

Έπειτα, όλοι συλλογιστήκανε κάτι δικό τους από τον καιρό που ο Χιου χαμογελούσε, τον είδαν ξανά σε μια μοναδική προβολή να εκτελεί τον παράτολμο γύρο του θανάτου με μια πειραγμένη μοτοσικλέτα επτακοσίων κυβικών και βάλε. Μες σε εκκωφαντικούς θορύβους ο Χιου πετά τώρα προς το φεγγαρόφωτο…]

¥ 

[…Πάνε μέρες που τριγυρνά στον μεγάλο περίπατο. Έχει ησυχία και είναι χειμώνας παντού. Ο τόπος εκεί διαθέτει χίλια, ματωμένα φεγγάρια και όλα φαντάζουν σχεδόν μεταφυσικά, βυθισμένα σε ένα βαθύ μωβ φόρεμα. Ο Χιου δεν ξέρει πού πηγαίνει, συχνά κουλουριάζεται στο δερμάτινο μπουφάν του. Τα πουλιά της χαράδρας ουρλιάζουν το όνομά του και ο Χιου τινάζεται σαν χαρταετός, ένα σκληρό, ηλεκτρικό ρεύμα τον κάνει να σφίγγει τα δόντια και να συνεχίζει. Έλα Χιου, λίγα μέτρα παραπέρα, ως εκεί που χάσκει το μεγάλο, χαλύβδινο κτίριο με τα νυσταγμένα φώτα, έλα Χιου πέρνα μέσα από την ψαλιδιά της νύχτας, λίγα μέτρα ακόμη , μια τεθλασμένη αστραπή και έφτασες ως το τέλος. Λίγη πίστη χρειάζεται Χιου, όπως τότε που επιτάχυνες με την μοτοσικλέτα σου, επτακόσια κυβικά κάτω από το φτερουγικό σου σώμα, έλα Χιου!…]

¥ 

[…Στον προθάλαμο συνάντησε ένα γερασμένο θυρωρό. Με το κασκέτο του και όλα, δεν θύμιζε σε τίποτε τον παλιό του θάνατο. Δεν μίλησαν, μονάχα του έδειξε την μεγάλη κλίμακα που στάλαζε υδράργυρο και άγρια χίμαιρα. Και ο Χιου που ποτέ δεν φοβήθηκε περισσότερο κάνει κάθε βήμα δίχως σιγουριά. Κάθε τόσο συναντά μερικά πρόσωπα, σωστά διηγήματα, ο Χιου κουλουριάζεται καλά στο δερμάτινο μπουφάν του και προχωρεί. Ένα κορίτσι, με το πρόσωπό της μια ολόκληρη καρδιά, σκύβει και τον φιλά, με δίχως άγγιγμα. Ένα θολό φιλί Χιου και έπειτα ξανά τα κίτρινα φώτα και μια σιωπή γεμάτη θρησκευτική ευλάβεια. Ο ίδιος θυρωρός, με το κασκέτο του και όλα, διάφανος σαν πεθαμένο γυαλί του δείχνει τον δρόμο. Ο διάδρομος διαθέτει παντού βαριές, ξύλινες πόρτες. Από μέσα ακούγονται ουρλιαχτά και σφυρήλατο σίδερο και ήχοι από εξωφρενικούς κινητήρες. Σφίγγει το δερμάτινο μπουφάν του, έλα Χιου, μην φοβάσαι, συλλογίσου πράγματα που δεν σημαίνουν τίποτε, σαν τον άνεμο, σαν τον άνεμο. Ο θυρωρός τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα. Όταν σταματά ο Χιου, σταματά και εκείνος, σαν δυο μουσικές παύσεις οι δυο τους ακούνε τους χτύπους στην καρίνα της νύχτας, ακούνε ένα παιδί που φωνάζει γιατί, γιατί, γιατί, νανόσωμοι αναβάτες, σωστά γεννήματα του τσίρκου εμφανίζονται σαν το θελήσουν και έπειτα χάνονται ή καλύτερα λησμονιούνται για πάντα ανάμεσα στα χιλιάδες δρεπάνια που φέγγουν εκεί επάνω. Έλα Χιου, ήρθε η στιγμή, ο θυρωρός του δείχνει μια πόρτα στο βάθος, ο Χιου απλώνει τα χέρια του. Όλα φαντάζουν βαθύτερα απόψε και όλα καίγονται στο καμίνι ώσπου να γίνουν λευκότατος ασβέστης. Λόγια, πράξεις, κυκλωτικές διαδρομές, τα καλύτερα κορίτσια, ότι αγάπησε περισσότερο λιώνουν απόψε εμπρός στα μάτια του…]

 ¥

[… Τώρα είναι ολομόναχος και ο θυρωρός που σας έλεγα επιτέλους πέθανε. Μες στην αίθουσα όλοι οι καθρέφτες είναι γυρισμένοι προς τους τοίχους και όλες οι τοιχογραφίες θυμίζουν τα λαϊκά πανηγύρια της Μοντάνα, κάτι ξέφρενες νύχτες Χιου πίσω από το συρματόπλεγμα. Ένας σιδηρουργός, βγαλμένος από αναγεννησιακές καρτ ποστάλ σπάει τις αλυσίδες του. Τώρα είναι ελεύθερος και αν το θελήσει θα φτάσει ως τον ουρανό. Ένας σύντομος χαιρετισμός στα όπλα και τους θαμμένους στρατιώτες, ένα φιλί στα κορίτσια που σημαίνουν πάταγο και αστείρευτη ομορφιά και έπειτα η άπειρη ουσία της νυχτιάς. Μες στους ύπνους θα κυμαίνεσαι Χιου καθώς η Μοντάνα θα διαδέχεται τις εποχές, σαν ήρωες αναρχικούς και σαν τρελά καλοκαίρια. Καλή αντάμωση Χιου, στον ίσκιο σου θα φιλιούνται τα χείλη των κοριτσιών, στο όνομά σου, – οι φίλοι σου το υπόσχονται με πένθιμες λέξεις-, θα φωτίζονται θολές ελαιογραφίες. Για μας η Μοντάνα φαντάζει φτιαγμένη από κιμωλία και δίχως εσένα Χιου, σκόνη θα γίνει μια νύχτα, αφήνοντας άδεια τα δωμάτια που έζησες και αγάπησες…]

Α.Θ