Eric Carmen | Kiss – Kiss

[…Απόψε Μάρτζορι
Κάποιος χάνει την ζωή του
Σε ένα τυχαίο μίλι
Μες σε ήχους φρεναρίσματος.
Κάτω από τα γυάλινα βεγγαλικά
Που ρουφούν την νύχτα,
Κάποιος χάνει την ζωή του
Μάρτζορι…]

 

 

Προσχέδιο ραδιοφωνικής εκπομπής
Με τίτλο ξενόγλωσσο,
Γεμάτο φιλιά και λαϊκά.
Παραμονές του ΄76

 

Δεκέμβρης του ΄76, στούντιο ραδιοφωνικού σταθμού με θέα το έρημο κέντρο της Αθήνας λίγες ώρες πριν εκπνεύσει το παλιό έτος. Στο μικρόφωνο ο εκφωνητής προβάρει τα λόγια του. Κάθε τόσο χτυπά το τηλέφωνο, από την άλλη πλευρά της γραμμής κάποιος γυρεύει ένα τραγούδι και έπειτα πέφτει μια μεγάλη και αφόρητη σιωπή. Ο εκφωνητής μιλά. Η τελευταία εκπομπή της χρονιάς, κάπως φορτισμένη και ηλεκτρισμένη, έχει κιόλας ξεκινήσει.

Εκφωνητής: Ώστε λοιπόν το 1976 σε λίγο θα ΄ναι ανάμνηση. Πάει, αυτό ήταν, μια ολόκληρη χρονιά κλείνει τον κύκλο της και μεταμορφώνεται σε ιστορία. Ποιος το πιστεύει πως η περσινή μας ευτυχία είναι κιόλας ένα φωτισμένο ρετάλι στις βιτρίνες του κέντρου, ένα στολίδι που ως αύριο δεν θα έχει καμία μα καμία σημασία φορτωμένο μονάχα τις άδειες φλυαρίες, τις αναπάντεχες ματαιώσεις του. Ο καθένας κρατά τις αναμνήσεις του, μετρά απώλειες, αποχαιρετά τις παλιές αγάπες και βάζει πλώρη με νέες ελπίδες. Σας φαντάζομαι καρφωμένους πλάι στο ραδιοφωνάκι σας, κάπως μεθυσμένους και κάπως μελαγχολικούς να αναπολείτε. Την Αντιγόνη που για πάντα αποχαιρετήσατε από ένα καπρίτσιο της τύχης, τον γιο σας που ντύνεται στα λαδιά και κάποια νύχτα παίρνει το τραίνο για την μακρινή και απόκοσμη Αλεξανδρούπολη, το κορίτσι σας που μεγάλωσε τόσο και αύριο λέει το ναι το μεγάλο, το πιο μοιραίο. Όλα τα θυμάστε μες στο μικρό σας σαλονάκι και μελαγχολείτε, λέει. Και γυρεύετε επάνω σας τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος. Δεν είναι ποτέ εμφανή να ξέρετε, διαθέτουν μια σπάνια εκλέπτυνση και φανερώνονται μονάχα μετά από καιρό, σαν ενδείξεις μιας ασθένειας που όλο προχωρεί και προχωρεί. Μάταια τα γυρεύετε.

(ακολουθούν τζαζ μελωδίες με αίσθηση εορταστική και αργόσυρτο ρυθμό που ταιριάζει γάντι στην ζεστασιά των αθηναϊκών σπιτιών. Ο εκφωνητής σπάει την μονοτονία του πιάνου και μιλά ξανά.)

Μετρώ αντίστροφα καθώς φτωχαίνουν οι δρόμοι της πόλης και τα κορίτσια που αγαπούμε γίνονται άφαντα σινιάλα. Μετρώ ανάποδα τ΄αδειανά λεωφορεία που κατηφορίζουν νυσταγμένα, σκέτος άνεμος την λεωφόρο του Πανεπιστημίου. Να μπορούσατε λέει να τα δείτε καθώς τραβούν για τα Χαυτεία. Μετρώ αντίστροφα παρέα με τους αυτοκινητιστές στις έρημες πιάτσες της οδού Σταδίου. Μετρώ παρέα με τους αμίλητους οδηγούς των εθνικών χιλιομέτρων αυτές τις ύστατες στιγμές του ΄76 την ώρα που η πόλη Κατερίνη μισοσυνειδητή και μετέωρη πέφτει σαν προτομή πάνω στον κάμπο και αποκοιμιέται. Μετρώ με τους ανθρώπους τους μοναχικούς που γράφουν στο θολό τζάμι ένα όνομα, μια χρονολογία, ζωγραφίζουν μια ανεμώνη με παράταιρα πέταλα που θα την σβήσει η πολλή υγρασία του χειμώνα. Μετρώ με τα παιδιά που ονειρεύονται χιλιάδες πράγματα μες στα σκοτεινά δωμάτια, μετρώ με τις σιωπές μιας πορσελάνινης κούκλας και με τις θαμπές μποτίλιες, παρέα με τα σύνεργα του σιδηρουργού που παγώνουν, με τις φωνές των αγοραίων ανθρώπων που σώπασαν όταν σφραγίστηκαν οι αγορές. Θυμάμαι τότε που το΄76 ήταν ακόμη παιδί και έτρεχε στις γειτονιές σέρνοντας το ροδάνι της ελπίδας από πόρτα σε πόρτα. Θυμάμαι τον Αλέκο που γίνηκε σύννεφο και σ΄άλλες σφαίρες ταξιδεύει, τον Τάκη πνιγμένο μες στους στίχους του, τον Γιώργο που αφηγείται σπάνια, ακυκλοφόρητα μυθιστορήματα σε ένα βουβό κοινό, τον Λουκίνο να διαβαίνει τις Αχερουσίες πάνω στο ρωμαϊκό του άρμα και πίσω σιωπηρές στρατιές από καμένα φιλμ. Μετρώ αντίστροφα τα θαύματα που δεν συνέβησαν, όνειρα καρφωμένα σε αττικά ρετάμπλο με το δικαίωμα της φαντασίας τους ανέγγιχτο.

(πέφτουν βροχή τα λαϊκά της νύχτας. Ο εκφωνητής με διαλείμματα μεταφέρει αυτούσιες τις αφιερώσεις.)

Ο Άλκης αφιερώνει στην Ελπίδα, ο Γιάννης στέλνει χαιρετισμούς στους δικούς του από ένα παγωμένο φυλάκιο, η Αγνή εύχεται στους φίλους της χρόνια ευτυχισμένα με μια παραδοσιακή, αυστραλέζικη παροιμία, ο Νέστορας υπόσχεται όλη την αγάπη του κόσμου στην σύζυγό του που απόψε γιορτάζει τον μισό αιώνα της, η Κατερίνα ζητά συγνώμη από τον Αντώνη και αύριο, πρωτομηνιά του ζητά μια δεύτερη ευκαιρία στο ωραίο, αρχοντικό καφέ πλάι στον σιδηρόδρομο, Αντώνη, παράκληση θερμή, να φανείς γενναίος. Η Φαίη που μελετά για το διδακτορικό της στο θλιμμένο Βερολίνο δίνει λόγο στους φίλους της πως φέτος το καλοκαίρι θα βρίσκεται κοντά τους, εκείνοι ανταπαντούν τσακισμένοι από την νοσταλγία. Η καρδιά υπαγορεύει στην Φαίη μια υπόσχεση που δεν θα κρατήσει, μια υπόσχεση δίχως ελπίδα, σκέτη τραγωδία.

(πέφτει το τραγούδι με όλα τα όργανά του να κυλούν ξέφρενα. Ο εκφωνητής διαβάζει μια τελευταία αφιέρωση.)

Ο Νώντας που τώρα οδηγεί για την Θεσσαλονίκη αφιερώνει στους συναδέλφους που παγώνουν εκεί έξω, που ανάβουν τα φώτα της ομίχλης και έτσι βουβοί περνούν έξω από τις μικρές και τις μεγάλες πόλεις, την ερημιά της Θήβας, την μυθική Αταλάντη, τα φρέσκο της ελληνικής επαρχίας που δεν είναι άλλο από έναν κόσμο μισοτελειωμένο μες στο μαγνάδι του καπνού του. Ευχές απροσποίητες από τα βάθη της αγίας, ελληνικής επαρχίας, ένα αεράκι της στιγμής που μας θερμαίνει τις ψυχές με κάτι από καλοκαίρι και από καλή αντάμωση.

Η εκπομπή μας μπαίνει στην τελική της ευθεία.

(ο εκφωνητής βάζει έναν δίσκο  με εξαίσιες, αμερικάνικες φωνές. Αποσπάσματα από τις ωδές της Έλεν Μέριλ, της Τζούλι Λόντον, της Πέγκι Λι και τόσων άλλων θαυμάσιων κυριών παίρνουν την νύχτα από το χέρι και κάπου την πάνε. Ο εκφωνητής μιλά.)

Πριν κλείσουμε την αποψινή μας εκπομπή αξίζει να σταθούμε για λίγο επάνω από τα ονόματα εκείνων που απόψε ταξιδεύουν. Έτσι λοιπόν οφείλουμε ένα αντίο όλο τρυφερότητα στον Φράνκι Ντάρο, τον Τάκη Παπατσώνη, τον Τζόνι Μέρσερ, την Μαρία Σβώλου, τον Μαξ Ερνστ και τον Μαν Ραίη,  στα παιδιά της Βηρυτού και του Όλστερ που κοιμούνται σε περιποιημένα, προτεσταντικά κοιμητήρια και στην αγκαλιά της ερημιάς, για τώρα και για πάντα. Ετούτη η εκπομπή φθάνει και απόψε στο τέλος της. Και δεν είναι τα τραγούδια που ματώνουν την καρδιά της, μα το πρόσωπο της νύχτας που καθρεφτίζει τις φωνές χιλιάδων φίλων. Το 1976 θα απομείνει για πάντα μες στις καρδιές μας με τις μικρές και τις μεγάλες του σημασίες. Αυτή η θάλασσα που μπαίνει πάντα στ΄ανάμεσά μας πλαταίνει τον χρόνο, σβήνει τα σημάδια, δίνει στην ιστορία του έναν τόνο μυθολογικό. Το 1977 θα έρθει μες στο χάραμα, θα μας βρει ανυποψίαστους και ερωτευμένους, καλά βαλμένους μες στην αιωνιότητα. Ένα αγόρι με κοντά παντελόνια, αυτό είναι το ΄77. Καρφώνει λέει στις πόρτες το αύριο το κάλπικο. Ή πάλι ολόφωτο καϊκι που λάμνει στα νερά σέρνει πίσω του άγνωστες μουσικές και παγωμένες μέρες. Το βλέπω να αλλάζει χρώμα στον κόσμο, μονάχα για λίγο και έπειτα στερημένο από αθωότητα,- ω ναι, τώρα το βλέπω καθαρά να παλιώνει μαζί με τους νεωτερισμούς και τις φανφάρες του, μια χρονολογία σαν όλες τις άλλες και τίποτε. Λοιπόν, καληνύχτα σας. Και από καρδιάς, ευτυχές το νέο έτος.

(Στα ηχεία παίζει η μεγάλη επιτυχία του Έρικ Κάρμεν, τα πυροτεχνήματα κάνουν την νύχτα φωτεινή. Σε κάθε σπίτι οι καλεσμένοι ανταλλάζουν φιλιά, υποσχέσεις, όρκους αιώνιου έρωτα. Έπειτα χάνονται, παίρνουν πίσω τα πάντα, μετατρέπονται σε ακαταμάχητους εραστές, σε ανθρώπους της εποχής τους και γενικεύσεις. Δυναμώνουν την ένταση του ραδιοφώνου, μετανιώνουν για την ενστικτώδη κατάφασή τους, ανεπαίσθητα γερνούν. Ως το επόμενο πρωινό θα θυμίζουν τα άνεργα καράβια του Κώστα Ριτσώνη, καθώς το ραδιόφωνο θα αφηγείται τις πιο παράξενες ειδήσεις της καινούριας χρονιάς που φθάνει με τις θύελλες και με τα άγνωστα χορικά της.)

Α.Θ