Αδελφοί Κατσιμίχα | Γυάλινα Γιάννενα

Να μ΄απολησμονήσεις

Ο Ιάννης Ξενάκης, ο Κώστας Ρηγόπουλος, ο Γιάννης Φλερύ, η Κατερίνα Βασιλάκου, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Βασίλης Ζιώγας, ο Χόρχε Αμάντο είναι μερικά από τα ονόματα που περνούν τις όχθες της Αχερουσίας λίμνης μες στο 2001. Ανάμεσά τους και άλλοι πολλοί, για την ακρίβεια 2.996 καταγεγραμμένα θύματα στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου. Ασύλληπτες καταστροφές, μικροί και μεγάλοι πόλεμοι βρίσκουν την ανθρωπότητα αμήχανη στην αρχή του αιώνα που μόλις άρχιζε. Ίδιος και απαράλλαχτος ο ρυθμός του κόσμου απάνω στην στροφή της ορχήστρας.

Την ίδια χρονιά οι θαυμάσιοι αδελφοί Κατσιμίχα δίνουν μια άλλη υπόσταση στο ποίημα του Μιχάλη Γκανά που φθάνει γεμάτο κυκλώνες από το μακρινό κιόλας 1989. Μια λεπτή υαλογραφία, μια ιστορία φυσική και απλή, σαν να μιλούμε για τον κανόνα των πουλιών του Οδυσσέα Ελύτη με τον εύθραυστο τίτλο, «Γυάλινα Γιάννενα».

Ο τίτλος του κειμένου που ακολουθεί είναι από την Ερωφίλη και ολομόναχος εκεί παίζει τον ρόλο μιας τρομερής τραγωδίας που οδηγεί ίσια στην ομορφιά της ψυχής. Εκείνης που πάλλεται, που παλεύει και σκιρτά και χάνεται ώσπου να ειπωθεί το τραγικό, έστιν θάλασσα, τις δε νιν κατασβέσει από τις φωνές των μελλοθανάτων, είτε μιλούμε για την ζωή, είτε για θάνατο. Για αυτό σας λέω…

…το ποίημα φθάνει στις καρδιές με το τραγούδι του. Αν θα το βρει ποτέ, κανείς δεν το γνωρίζει. Έχει δική του ζωή το τραγούδι, δική του μοίρα. Μια παράξενη αντανάκλαση το φέρνει εμπρός και έπειτα το πνίγουν τα κύματα. Ανοίγεις ένα παράθυρο και οι μονοσύλλαβοι καημοί γίνονται άγγελοι, σημεία της στίξεως ποιητή. Τέτοια και τα Γυάλινα Γιάννενα του Μιχάλη Γκανά που μελοποιούν οι αδερφοί Κατσιμίχα. Μια πόλη από κρύσταλλο, μια καρδιά από βάσανο και μοναξιά. Με αυτό παλεύουν οι στροφές καθώς γυρίζουν τα βήματα. Οι πρώτοι του χορού καίγονται και πονούν, κατάμαυρα προσκυνήματα απάνω στην πρώτη ρίζα μας, ιερά και όσια. Για ποια καρδιά δανείστηκαν τα Γιάννενα τούτο το παραμύθι, ποιος ήταν εκείνος ο δίχως τ΄όνομα, ο βουνίσιος, πουλί της χαράδρας με πλάτες φορτωμένες χιόνι δεν το διαβάσαμε, δεν το μάθαμε. Έρχεται και φεύγει εκεί επάνω που μικραίνει το φέγγος, επιστρέφει πάλι και λάμνει μες στο χιόνι. Δεν μιλώ για τον σταυρό του, γι΄αυτό δεν έχει λόγο το ποίημα, δεν έχει δρόμο. Εκείνο είναι συνείδηση του ποιητή, κανείς δεν το βρίσκει πια ποτέ. Είναι που έρχονται τα όργανα από τον δρόμο τον δικό του, σε έναν σκοπό ολοκληρωτικό, φερμένο στ΄αλήθεια από τον άνεμο. Θυμάσαι που ΄ρχονταν από τον κάμπο φωνές και βήματα, θυμάσαι την δροσιά να περνά και εμείς να ξεχνούμε; Γέρνουμε λίγο και κοιμόμαστε, σώματα κουρασμένα, σπίτια παλιά με τις πόρτες και τα παραθύρια και τις σκεπές τους τις πρασινισμένες. Από πρόσωπο σε πρόσωπο η λαϊκή ιστορία, το πάθος μας μια φιλοσοφία κρυμμένη στις πιο ταπεινές καρδιές. Άνθρωποι θέατρα με χίλιους ρόλους και μια ζωή, ήρωες τραγικοί, αναίτιοι που διδάσκονται μες στις βιογραφίες τους για εκείνη την μεγάλη, την ύστατη στιγμή. Τέτοια μορφή θα είναι πάντα εκείνος που βαδίζει για να κατακτήσει μια πόλη, εκείνος που μεταμορφώνει μια ζωή σε μαρτυρία, που εκτελεί ένα καθήκον, ένα χρέος. Η αγωγή αυτού του ήρωα δεν επιτρέπει τίποτε να ειπωθεί. Μόνον τα συμφραζόμενα που ως γνωστόν αναπαριστούν με ακρίβεια την ιστορία από την πλευρά της μικρής, μεγάλης ατομικής μυθολογίας.

 Όσα σκεπάζει μαλακά το χιόνι πυκνώνουν στις καρδιές, δεν κρύβονται, τίποτε το ειρηνικό δεν έχει αυτός εδώ ο αλλοτινός Ορέστης. Στρατιές σιωπής εκκωφαντικής συνοψίζουν τα αποδεικτικά στοιχεία του ποιήματός τους. Και τα χνάρια στις πέτρες αυτού του μικρού έπους, τον βουβό πόνο του μαρτυρούν, τίποτε λιγότερο. Αυτός ο ήρωας, πλασμένος από τα αρχέγονα υλικά του βαδίζει ασκητικά, πορεία ψυχής ο δρόμος του. Το δικό του καθήκον δεν το ΄πνιξαν οι ιερείς μήτε οι παραστατικές ζωγραφιές και τ΄απόφωνα. Είναι κατάφαση το ύφος αυτού του κόσμου, ζωή ενστίχτου ακαταμάχητη συλλαμβάνουν οι στίχοι που πετούν πάνω από την λίμνη σαν πνεύματα δικά του. Φωνάζουν της Φροσύνης και εκείνη αποκρίνεται με ένα νούφαρο για στόμα και μια πέτρα στα μάτια, φωνάζουν και είναι τα σινιάλα ρυθμοί αυστηροί των σιωπών. Ουρλιάζει η θύμηση, άγριο αρπαχτικό όλα τα παίρνει μια βόλτα, όλα. Νυχτιάτικοι σπινθηρισμοί μας ηλεκτρίζουν και τίποτε άλλο δεν ξέρουμε για το ποίημα που μας χαρακώνει την καρδιά. Οι ατμοί σηκώνονται μες στο χειμωνιάτικο χωράφι, για τις μουσικές τραβάς, άλλο ναι δεν έχει τούτη την ώρα μόνο την αγιασμένη την προέκταση στης ζωής την γραμμή.

Από χρέος παραστάθηκαν πλάι στον καιρό τούτα τα Γυάλινα Γιάννενα, ντύσανε τραγούδια και κορυφές, βάλθηκαν με την τιμή τους και την τεντωμένη χορδή τους, την υπαινικτική να μετρήσουν τον κόσμο. Μες στην ιστορία τους πλανήθηκαν και απόψε μας συντροφεύουν.

Είναι, βλέπεις καθήκον ο θάνατος που βαραίνει τον ζωντανό. Θέλει αφοσίωση, να φροντίζεις τις φωλιές, κήπους μικρούς υπέργειους που ΄χει η Περσεφόνη κρυμμένα του κόσμου τα κλειδιά. Δεν έχει για σένα κλαρίνα, όμορφες μέρες. Εσύ τώρα θα ζεις με την νεκρή σου νύφη, με τα στέφανα της Ρηνούλας που τα πιε το νερό της λησμονιάς, τ΄άγριο. Πλάι στο παράθυρο θα μετράς τον καιρό, το απόγευμα βαραίνει και δεν περνά πια. Πώς να το παρηγορήσεις, πώς να του τραγουδήσεις, με τι φωνή μιλούν στην αγριάδα; Χτυπούν οι άνεμοι και όλα τα σαρώνουν. Και τις περσινές φωλιές των χελιδονιών και όλα τα σύνεργα εκείνου εκεί του κόσμου. Η μισή σου η ζωή κυλά στις κάτω γειτονιές, έχεις το χρέος σου, χειμώνες ολόκληρους να πεις το σ΄αγαπώ στον κόρφο της Ρηνούλας, στον κόρφο της που είναι μαργαρίτες του βουνού και ένα  άδειο βότσαλο. Για σένα δεν έχει μέρες ευτυχισμένες και αν η καρδιά σου το ποθεί θυμήσου πως όπου γυρίζεις, τον εαυτό σου θα βρίσκεις, τον εαυτό σου. Με όψη παραμορφωμένη που χαρίζει το φυσητό γυαλί στην κανονικότητα των πραγμάτων.

Α.Θ