Τζο, όπως χρόνος

[…πίσω από τον Τζο,
Αστράφτουν δεκαετίες.
Ο Τζο παραμερίζει
Ο αυτοκράτορας λάμπει
Με έναν επίχρυσο θυρεό,
Κύματα θαλάσσης
Και τριάντα μία
 ολόχρυσες άγκυρες
Γύρω από τον λαιμό του…]

 

Αυγουστιάτικο μυθιστόρημα
 δίχως τέλος
και κλειδιά

 

Όλα έχουν δικαίωμα στην απόσταση. Το κορίτσι τώρα απομακρύνεται με το αργό βήμα ενός αρπαχτικού. Εκείνος παραμένει στο επίκεντρο μιας ολόλευκης βραδιάς, γεμάτης εκπλήξεις. Ο κύριος χρειάζεται κάτι άλλο; Όμως ο Άλαν που μέχρι τότε διέθετε την σπάνια αυτοπεποίθηση ενός ήρωα τύπου βίπερ Νόρα, έχει χάσει πια τα λόγια του και ο χειμώνας πέφτει στα μάτια του. Μια εποχή γεμάτη χιόνι τον περιμένει, αλίμονο Άλαν, κανείς δεν θα ήθελε το τέλος της αγάπης σου. Το κορίτσι χάνεται στις ρυθμικές κλίμακες, πότε το πορτραίτο της, πότε τα βήματά της φέγγουν όμως είναι κιόλας σπασμένη, ένα διακεκομμένο σήμα.

Ο Άλαν θυμάται.

Θα σε φωνάζω Αύγουστο, έναν αυτοκράτορα παιδί έξω από τα νερά του. Εκείνη κρατούσε το βιβλίο της και έδινε ονόματα ξανά στην φύση και τα πράγματα, με έναν τρόπο που καμιά σκηνογραφία δεν είχε ποτέ ονειρευτεί. Το μεσημέρι τα είχε διαλύσει όλα, ο κόσμος, η θάλασσα, οι αποστάσεις, όλα κυλούσαν στο παράλογο. Ένα πλοίο με το ζωγραφισμένο όνομα Αμαρυλλίς, κουβαλούσε τον πιο άγριο μήνα. Και το κορίτσι που θα ξυπνήσει, μισό χαμένο στο όνειρο θα δει και θα πιστέψει. Ο χρόνος με την όψη του αγοριού φτιάχνει κάστρα πλάι στο κύμα μα τίποτε δεν θα σωθεί.  Το όνομά του είναι Τζο και εγώ γελώ με την άγνοια της ψυχής μας την απερίγραπτη για τον Τζο και το νόημα της μαρτυρίας του.

Ο Άλαν θυμάται, τα μάτια του πεθαίνουν. Ο χαρακτήρας του ταιριάζει τούτη την ώρα στην βιογραφία του καθενός μας. Με έναν ξύλινο κρότο κυλούν οι μέρες του, τώρα και για πάντα, καημένε Άλαν.

Θα σε φωνάζω Αύγουστο, θα σου δείξω το μέρος που έκρυψα τους θησαυρούς μου, μαζί ίσως κάνουμε το καλοκαίρι να κρατήσει περισσότερο.

 Όμως ο Τζο γκρεμίζει τα κάστρα του, γίνεται η αιχμή της στιγμής και μια παιδική φωνή.  Το  μυθιστόρημά μου καταστρέφεται ανεκπλήρωτο. Ρίχνει τα πέπλα του, δίχως ηρωισμούς, δίχως τέλειες ώρες, ολότελα νικημένο από την φιγούρα του Τζο.

  Ωστόσο μπορεί να ελπίζει πως κάποτε θα θυμηθούν την τιμιότητά του. Και θα αναγνωρίσουν στην παρόρμησή του, όλες εκείνες τις αποσκευές που λησμονήσαμε κάποιον Αύγουστο, όλους τους όρκους και τα μέρη αυτού του άγριου μήνα.

 Ύστερα, το μυθιστόρημά μου λύνεται από τον χρόνο, αποκτά το αλλόκοτο βάρους του μολυβιού. Δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια μισοτελειωμένη πρόζα. Μια θαλασσογραφία και ο Άλαν, -θυμάσαι;-, ο σπουδαίος ήρωας μιας αδιάφορης, χαρτονένιας τραγωδίας.

Α.Θ