Kaos 1984 – Paolo & Vittorio Taviani

 

© Kaos 1984 – Paolo & Vittorio Taviani

Mozart Le nozze di Figaro

 

Predella

Luigi Pirandello,
ωδή στο Χάος

Ο Λουίτζι Πιραντέλο υπήρξε ο εκφραστής της ατμόσφαιρας ενός ολόκληρου κόσμου. Εκείνου του φτωχού και συνάμα πλούσιου, του βυθισμένου στην μυθολογία και την ανάγκη της ζωής. Του πλήθους που παλεύει με την γη, τον άνεμο, την συντριβή. Του κοπαδιού που σηματοδοτεί μια ολάκερη, ξεχωριστή χώρα μες στην καρδιά της ιταλικής γης και μες στην μανία του χρόνου.

Είναι τολμηρό μα όλοι οι μύθοι της ζωής μου κατοικούναπόψε μια ήπειρο, όμορφη, μια ανάσα από τους χάρτες του τρομερού.

Τα αυτοτελή διηγήματα του Χάους βασίζονται στην σκληρή προσωπογραφία του ιταλικού νότου. Η δική του ποίηση, ευλογημένη και τυραννική φέρνει στο φως ένα είδος λεπτής, αισθητικής χορδής που πάλλεται μες στους τρομερούς ανέμους και την τραχύτητα του βίου. Η αρρώστια του φεγγαριού, το γράμμα και άλλα, αυτοτελή διηγήματα ανασύρουν από την λήθη την μυθολογία του ιταλικού νότου που χάρισε στις κινηματογραφικές εκράν μερικά από τα πιο ανθρώπινα και ειλικρινή θαύματα. Σπίτια και άνθρωποι ριζωμένοι στην μεγάλη παύση του χρόνου, μετέωροι ανάμεσα στην ζωή και τον θάνατο, την μοναξιά και την νοσταλγία, το όνειρο και την ηλιοκαμένη πέτρα στεφανώνουν τα διηγήματα του Χάους. Φωτίζουν την δίψα των πιο άσπιλων προσώπων.

Εικόνες καπνισμένες, φτωχικά σπίτια, άνθρωποι πλασμένοι από τα θεμελιώδη υλικά ενός αρχαίου κόσμου, πυκνώνουν μες στις σελίδες του αριστουργήματος. Ένα είδος ανομολόγητου έρωτα, μια αγρύπνια τρομερή, θρεμμένη από τις σταγόνες μιας αναγκαιότητας ορίζουν το πεπρωμένο των ανθρώπων. Και είναι τότε που μες στο στερέωμα, ξυπνά μια άλλη, μια τέταρτη διάσταση, βαθύτατα ανθρώπινη. Μια διάσταση αφοσιωμένη στον μεταφυσικό κόσμο που λάμνει εξαίσιος και μυστικός μες στα χωριά και τις πόλεις.

Είναι αλήθεια πως σε τούτο το σύμπαν θα μπορούσαν να προβάλλουν λαμπρές και οδυνηρές οι μορφές της Ευριδίκης και του Ορφέα, οι άγιοι Βάκχοι και οι πλάνητες των νερών και της ζωής. Μες στις στροφές του βίου θεμελιώνονται στίχοι από το σκληρό, το οδυνηρό τίποτε, φέγγουν τα σημάδια της νύχτας, οι ολομόναχοι κίονες, τα χείλη που κάτι εξομολογήθηκαν τώρα τρέμουν. Εκεί, στον νότο του Χάους, κατοικεί ένας άλλος χρόνος, μια άλλη ώρα. Εκεί υφαίνονται αδρές οι γραμμές μιας απλής, αδυσώπητης αρχιτεκτονικής. Γραμμές που γεννιούνται μες στους έρημους κάμπους και έπειτα συνεχίζουν στα ακροδάχτυλα μιας νεαρής υδρίας, γεννημένης μες στο φωταγωγημένο σύμπαν ενός αρχιπελάγους. Εδώ οι ρυθμοί ψυχορραγούν, χάνουν τις σημασίες τους, η βραχνάδα της ζωής και του τραγουδιού της, όλα τα ορίζει. Άνθρωποι του σιδεράδικου, του βαφείου, εργάτες της γης και της θαλάσσης, κορίτσια της παντρειάς και δεκαπεντάχρονα άστρα που ονειρεύονται την ζωή τους μες στις πολύβουες, αμερικανικές πολιτείες. Γυναίκες που προσμένουν και άνδρες που χάνουν τα λογικά τους, αφήνοντας λαμπερή, δεσπόζουσα μια λαϊκή σοφία. Εδώ δεν ζει, εδώ δεν υπάρχει ο αισιόδοξος, χρωματικός κόσμος της ιταλικής Αναγέννησης. Εδώ το μοντάζ της ζωής θέλει στάχτη και πέτρα, θέλει την μυθολογία και την γεμάτη συνείδηση φαντασία που αντλεί από την πραγματικότητα τα βασικά της στοιχεία. Σε αυτήν την γωνιά του κόσμου ο θάνατος τίποτε δεν δαμάζει. Οι ιστορίες ζουν περισσότερο από τους ανθρώπους, κουβαλώντας μιας αίσθηση συγκεκριμένη, από εκείνες που τα Ανοιχτά μας Χαρτιά θέλουν ειπωμένες με σύμβολα γραμμικά και με την δόξα του ονείρου στελεχωμένα.

¥

Για αυτό λοιπόν και για το βάρος της γοητείας, πήρα τον δρόμο που ανοίγεται πλάι στην πέτρινη πεδιάδα. Πλανήθηκασαν άστρο και σαν άνεμος, παντού στάθηκα και άκουσα τις σειρήνες να θρηνούν. Είδα την μοναξιά– μια ανυπόταχτη Αντιγόνη-, με το νυφικό της φουστάνι μονάχη να πορεύεται μες στις άνυδρες εξοχές. Την ακολουθούσαν χίλιες και μία μυθολογίες, η αυτόματη γραφή του ονείρου, αιώνες που δικαιώνετε την βιογραφία της ταπεινής ζωής και της μεγάλης σελήνης. Την κοιτώ που γερνά αναπόδεικτη, μοναχική και υπέροχη, την κοιτώ καθώς μεταμορφώνεται σε ένα υπέροχο, ολόλευκο νησί, στην βαθιά νοσταλγία των πραγμάτων και των ανθρώπων. Αφήνω ένα βιβλικό ουρλιαχτό, δεύτερο της πέτρας δέρμα. Άγνοια απερίγραπτη της ομηρικής ψυχής, ταξίδι άδολο, πορεία στους έρωτες. Να τι σημαίνει αυτή η Αντιγόνη που δεν μοιάζει παρά με το κορίτσι που γεμίζει με νερό τις θαμπές, νεκρές μποτίλιες. Το πικρότατο, της ζωής μου έαρ, ξοδεύεται μες στο ιερατικό δειλινό. Μεταμορφώνεται σε μια μυθική Αταλάντη, κατακρημνίζεταικαι έτσι μπορεί και δραπετεύει από την μαγγανεία του χρόνου που της αναλογεί.

Μια φορά και έναν καιρό όλος ο κόσμος μεταμορφώθηκε σε κυκλώνα και για πάντα πήρε την Αντιγόνη μου. Ή μάλλον, την έκανε λεπτομέρεια παραστατική και έτσι αναλλοίωτη, την κρέμασε ως πολύτιμο φυλαχτό, πάνω στο μαρμάρινο ρετάμπλο του παλιού δεκαπεντασύλλαβου. Την έκανε μετόπη, στόφα δαμασκηνιά, ολότελα ελευθερωμένη από κάθε τι έμψυχο. Χίμαιρα την έκανε, που γλιστρά και χάνεται.

Α.Θ