Σαν πέσει η νύχτα, 1982

Πειρατικά βουλεβάρτα

Με μια ιδέα θέατρο

 Πειρατικός, ραδιοφωνικός σταθμός. 1982, Αθήνα. Η εκπομπή επαναλαμβάνεται κάθε Κυριακή. Με όλη την απαιτούμενη προσοχή οι αφιερώσεις ταξιδεύουν στα ερτζιανά. Κυρίως έρωτες και υποσχέσεις που ποτέ δεν θα κρατηθούν. Ο εκφωνητής καλησπερίζει την Κατερίνα, την Δανάη, τον Πέτρο, τον Χρήστο, την Αλέκα, την Ιφιγένεια. Μα πρόσεξε, οι αρχές πάντα καραδοκούν και το στυλ τους διαθέτει μπόλικη μυστικότητα, φίλε.

Διαβάζει ονόματα και ρυθμίζει κάθε τόσο τον πομπό του. Διαλέγει τα τραγούδια του προσεκτικά. Οι δίσκοι του είναι καινούριοι, πολλοί δανεικοί από φίλους που αγωνίζονται με τον ίδιο τρόπο από την ντάπια της μουσικής. Τώρα δεν το γνωρίζουν, όμως τίποτε δεν θα αλλάξει. Οι φίλοι του ακούνε από την Ελευσίνα, το Περιστέρι, τον Βύρωνα, το Παγκράτι και έχουν γαντζωθεί στα ηχεία για να προλάβουν το όνομά τους που στέλνει φιλιά και αγάπη σε κάποιο, λυπημένο φανταράκι, σε δυο χείλη, ξεπλυμένο ροδόνερο. Τι χρόνια Θεέ μου! Ο εκφωνητής μιλά. Ενδιαμέσως υπαγορεύει κείμενα σε έναν φανταστικό σύντροφο. Τα λόγια εκείνου είναι που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις αφιερώσεις. Δεν πρόκειται για τέχνασμα αλλά για τον φτωχό των ερειπίων που τραγουδά την ζωή του περίλυπος, σαν ψαλμός.)

ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Η Ελένη από το Φάληρο αφιερώνει στον Χρήστο με όλη της την αγάπη. Χρήστο, αύριο στο Γουέμπλει, κατά τις εννέα. Στα μέσα τραπέζια Χρήστο, συμπληρώνει η Ελένη.

Και την ίδια στιγμή η Ελένη και ο Χρήστος γίνονται δυο δάκρυα που κυλούν από ένα τραγούδι. Ω, ναι, εκείνη με κατάξανθα μαλλιά και εκείνος με το ιδιότροπο στυλ του και τους εγγλέζικους στίχους που γνωρίζει απ΄έξω και κανείς δεν τον συναγωνίζεται. Εκεί έξω πέφτει η νύχτα και το τραγούδι φτάνει στο ρεφραίν του, όπως μια ιστορία αγάπης φτάνει στο τέλος της. Στις ταράτσες ανάβουν φωτάκια και το καλοκαίρι που προελαύνει σε όλους τους δρόμους καταιγιστικό, σώμα θερμό, τα πάντα δαμάζοντας.

ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Ο Αλέξανδρος που τούτη την στιγμή φυλά το νούμερό του στην σκοπιά της παλιάς Αλεξανδρούπολης, ζητά συγνώμη από την Ανδριάννα. Επειδή την πλήγωσε πολύ και τώρα η μορφή της φθάνει από παντού με τα τραίνα της νύχτας.

Εκείνη ακριβώς την στιγμή, η πριγκίπισσα Γκρέις Κέλυ συντρίβεται εγκεφαλικά νεκρή στην απόκρημνη χαράδρα. Η αφιέρωση σταματά, τα σήματα μπλέκονται όπως τα ωροσκόπια. Λένε, υπήρξε μονάχα μια ομορφιά σε έξαρση και δεν θα μπορούσε να αντέξει εκεί έξω. Αντίο, λοιπόν βραδιασμένη Γκρέις, χίλιοι σιωπηλοί μάρτυρες θα κλάψουν για σένα.

ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Αν δεν τον γνωρίζετε έχουμε πόλεμο. Ακριβώς, τίποτε λιγότερο. Βλέπετε, υπάρχει ένα μικρό σύμπλεγμα νησίδων που λέγονται Φώκλαντς και τώρα μεταμορφώνονται σε σκληρό θέατρο.  Οι Βρετανοί δηλώνουν ανένδοτοι και μια αργεντίνικη φρεγάτα φορτωμένη τις προσευχές της πλατείας του Μαγιού πνίγεται, σωστό μαργαριτάρι του ωκεανού. Στο μεταξύ ο Άγης δηλώνει θαυμαστής της Ειρήνης και της στέλνει το τηλέφωνό του.

Και όμως η Ειρήνη δεν θα απαντήσει ποτέ. Ο Άγης θα τελειώσει το σχολείο, θα πετύχει στις εισαγωγικές εξετάσεις και έπειτα Δυτικό Βερολίνο, Λονδίνο, Λισσαβώνα. Πόσοι έρωτες δεν χάθηκαν έτσι μοιραία, επειδή μια ευχή ράγισε δίχως θόρυβο μες στην έρημη πόλη. Ο εκφωνητής κοιτά στον  έναστρο ουρανό και ξεχωρίζει το διαστημικό λεωφορείο Κολούμπια που εκτοξεύεται για την Τρίτη του αποστολή. Καλό ταξίδι Κολούμπια, έχεις με το πλευρό σου όλη την ανθρωπότητα.

ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Ο Γιάννης από τα προσφυγικά αφιερώνει στην Μαρία που διαθέτει ένα διάφανο όνομα, πρώτο συνθετικό του χιονιού και της πίστης. Δεν αντέχει μακριά της και ίσως κάνει καμιά τρέλα, λέει ο Γιάννης. Μαρία, μην διστάζεις, στα χέρια σου κρατάς μια ζωή.

Ένας νεαρός θεός του καλαμποκιού, η συνέχεια στον δρόμο που χάραξε ο Ρούμπεν Ριβέρα, κτίρια μνημεία, φωτισμένα σαν αρτίστες στην καρδιά της Μέξικο Σίτυ. Τι και αν τα παιδιά της λερώνονται στις λάσπες της ζωής, αρκετά μέτρα πιο πάνω αποτυπώνεται η δόξα της παλιάς αυτοκρατορίας, με έναν τρόπο πολύχρωμο και ραγισμένο. Για χάρη τους ο Άρθουρ Ρουμπινστάιν εκτελεί με τα επιδέξια χέρια του μια παρτιτούρα του Σοπέν που κάνει αίσθηση και αφοπλίζει ολόκληρη την πλατεία. Οι μελωδίες του φτάνουν ως τα κλειδωμένα δωμάτια και τους λαιμούς τους κλειδωμένους. Και έρχονται κάτι κλάματα και τα φωτάκια στους εξώστες τρεμοπαίζουν για λίγο προτού η ζωή τα κάνει όλα άνω κάτω στο πεντάγραμμο της νύχτας.

ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Ο Πέτρος στέλνει χαιρετισμούς σε όλη την παρέα εκεί έξω. Το Μονπελιέ είναι βροχερό, εκεί ο χειμώνας κρατάει μια ζωή. Ραντεβού το καλοκαίρι στην πλατεία, με μια αγκαλιά χαμόγελα. Η νοσταλγία, Πέτρο, όλα τα τσακίζει.

Η στενή παράγκα του κόσμου δονείται από τις τελευταίες μελωδίες ενός ολοκαίνουριου άλμπουμ. Από την Αμερική ως την άκρη του κόσμου ο Μάικλ Τζάκσον αναστατώνει τις νεανικές καρδιές που ακολουθούν τα βήματά του. Εκείνη που ξενυχτά πνιγμένη στην θλίψη και οι φοιτητικοί εξώστες αντηχούν από μουσικές και στίχους. Ωστόσο υπάρχει πάντα μια άλλη πλευρά στην ταπετσαρία, όμως αυτά δεν είναι της παρούσης. Το άλμπουμ του Αμερικάνου καλλιτέχνη αναμένεται να καταρρίψει όλα τα ρεκόρ των πωλήσεων, κάνοντας τους συναγερμούς της νύχτας να χτυπούν ξέφρενοι μες στα εφηβικά δωμάτια.

ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Η λέξη για το σύμπαν είναι το όνομά σου. Μια υπέροχη αφιέρωση για την Κατερίνα από το Γαλάτσι που διαθέτει τα πιο όμορφα μάτια. Ο Αντώνης γράφει, ήσουν πάντα ο πιο όμορφος ίσκιος, το πρόσωπό σου θέλει όλη την αφοσίωση του κόσμου, η τέχνη σου δεν λύνεται. Τα σοφά χέρια και οι ψίθυροι δεν αρκούν.  Με αυτήν την αφιέρωση η εκπομπή της Κυριακής φθάνει στο τέλος της. Παραμερίζει και αφήνει στην τροχιά της κάποιον φίλο από μια μακρινή συνοικία. Όπως κάθε άλλη φορά, η εκπομπή κλείνει τον αποψινό της κύκλο με ένα ωραίο και ονειρικό απόσπασμα, κάτι σαν βροχή από μέρες καλοκαιρινές που κάνει κομμάτια όλα τα μικροπράγματα της ζωής μας. Σαν πέσει η νύχτα, από την συχνότητα του σταθμού Ρουά Ματ που εκπέμπει σε πείσμα των αρχών κάνοντας τα αγόρια και τις γυναίκες να θυμίζουν πικρές πεταλούδες που κάτι γυρεύουν .

Ο εκφωνητής αφήνει το τραγούδι του να περάσει από τα χιλιάδες, ανοιχτά παράθυρα των παράλογα τεράστιων σπιτιών. Το αθηναϊκό όνειρο πέφτει όπως τίτλοι τέλους και είναι η ώρα που σε όλα τα τεμένη της Ελλάδος λαμβάνει χώρα η επίσημη θρησκεία του έρωτος. Κάτι απαλές αστραπές πέφτουν εδώ και εκεί. Και φωτίζουν τα χαμένα επαγγέλματα της πόλης, αρτίστες, σαρλό, εραστές, μεταφορείς λαχανιασμένους να ασκούν την ειδικότητά τους. Κάποιος ζωγραφίζει ένα ξωκλήσι και μια κοπέλα προσμένει όλο αγωνία να χτυπήσει το τηλέφωνο του θαλάμου στην έρημη πλατεία. Έτσι σκληροί ήταν οι χειμώνες, παιδιά με αφοπλιστικά μάτια, αμυγδαλωτά του νεαρού Τηλέμαχου. Τα πράγματα και οι καρδιές παίρνουν τον αρχαίο δρόμο, μια πρόζα γδέρνει το κουφάρι της πόλης και την πονά. Τα καλύτερα κορίτσια πίνουν και μεθούν και γίνονται θρύλοι του έρωτα. Εκεί έξω παίζεται ένα ολόκληρο μυθιστόρημα από τα ομορφότερα παιδιά που σαν τέτοια θα τα θυμάσαι πάντα, επειδή αγκάλιασαν τις αθωότητες και χάθηκαν. Κανείς δεν ξέρει πού κατοικούν, το παράπονό τους δεν ακούγεται πουθενά, τα όνειρά τους διαθέτουν μια σπάνια στόφα. Την στόφα, ας πούμε ενός γαλλικού ηλιοβασιλέματος.

Το σήμα χάνεται και τώρα όλα μοιάζουν στεγανά. Από φιλιά και από έρωτα. Η έξοδος από το χορικό συνιστά μια δύσκολη υπόθεση. Οι νύχτες δεν θα θυμούνται πια τίποτε και ο κόσμος εκεί έξω- ξανά, θα πρέπει να τονιστεί, κάθε φορά με μια μικρή παύση ώσπου να φανεί η πρώτη, δειλή υγρασία-, θαμπό γυαλί και τίποτε. Και όμως,

Χιλιάδες φώτα
αστράφτουν τρελά
τα μάτια καίνε
όρκους μας λένε
χείλια ζεστά
Τα φώτα σβήνουν
θολώνει η ματιά
σαν πέσει η νύχτα
πες καληνύχτα
κι αύριο ξανά

Τα βλέφαρα ακολουθούν τον αντεστραμμένο, ζωγραφιστό Χριστό.  Και οι πεταλούδες γίνονται ποιήματα που δεν γερνούν. Ο Έλβις πεθαίνει κάθε ώρα μόνος και η Πρισίλα τίποτε δεν νιώθει. Έτσι συμβαίνει με όλες τις απώλειες στα ανοιχτά των παγωμένων χωραφιών. Γι΄αυτό, μην πιστέψεις στα παραμύθια με τα στρας.

Α. Θ.