Η μπαλάντα της Ιφιγένειας, 1984

«Χθες το βράδυ
Έφεραν τέλος
Την κόρη του νεκροταφείου
Γεμάτη χώματα στα μαλλιά
Ενώ συγχρόνως
Είχε και πολλά
Ψεύτικα
Μαργαριτάρια»

Γ. Τσαρούχης
Ποιήματα, 1934

 

 

Ο βασανισμένος χορός των κοριτσιών

Τότε που πεθαίνει ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Μάνος Κατράκης και ο Σικελιώτης. Ο Όργουελ, στο μεταξύ, μιλά με αμερικάνικα νοήματα

Για το μέλλον που κιόλας ήρθε

 

Η ζωή της Ιφιγένειας δεν είναι παραμύθι.  Η θυσία της συμβαίνει κάθε μεσημέρι στην άκρη του μικρού της μπαλκονιού που αντικρίζει την μεγάλη λεωφόρο. Η ζωή της Ιφιγένειας δεν είναι των παιδιών τα άγρια όνειρα. Με το ιερό της ξόανο χθες και σήμερα και πάντα τριγυρίζει στους διαδρόμους του σπιτιού. Και ανάβει τα φώτα των δωματίων και όλο κλαίει γιατί από βήμα σε βήμα η Ιφιγένεια βρίσκει τα χρόνια της ξοδεμένα, τις στάχτες στα μαλλιά της  περισσότερες.

Έφθασε στην πρωτεύουσα πριν από χρόνια. Κανέναν δεν γνώριζε, μες στο δισάκι της είχε μόνον τις δεκαετίες που γυροφέρνουν τις ζωές και όλο κυλούν και όλο κυλούν. Την βρήκαν έρωτες και της χαρίστηκαν υποσχέσεις. Μα τα παραμύθια Ιφιγένεια, – δεν το ΄μαθες ακόμη;- λένε όλο ψέματα και είναι μοιραίο από τα πρόσκαιρα να φθάνει κανείς στα αιώνια και τα ανείπωτα. Η Ιφιγένεια κάποτε αγάπησε και έπεσε να πεθάνει. Τα χρόνια περνούσαν, διωγμοί, μεταπολιτεύσεις, άδεια μεσημέρια να καίει το σώμα σου Ιφιγένεια. Από έρωτα.

Έπειτα, μια Κυριακή συννεφιασμένη, την ώρα που πέθαιναν οι μουσικές η Ιφιγένεια πήρε εκείνο που της αναλογεί. Και ήρθε στα Πετράλωνα με ένα φορτηγό γεμάτο ξύλινους μπουφέδες και κάδρα προγόνων. Και πήρε να μεγαλώνει τα αγέννητα παιδιά της. Κυριακάτικες λειτουργίες και περίπατοί μου ατέλειωτοι σε κήπους εθνικούς. Ο καιρός περνούσε και έρχονταν οι θάνατοι τυχοδιωκτικοί να της πάρουν ότι περισσότερο αγαπούσε. Γύρισε στο χωριό και σφράγισε το σπίτι. Σκέπασε τα πράγματα με τα λευκά της τα προικιά και έφυγε δεύτερη φορά, σαν πνεύμα θεατρικό η Ιφιγένεια χάθηκε. Κάθε πρωί βυθιζόταν μες στα ραδιόφωνα και μάθαινε τα τραγούδια απ΄έξω, να έχει κάποιον να μιλά όταν δεν αντέχει. Ήρθαν χρόνια δίσεκτα και έκανε θυσία η Ιφιγένεια το σκληρό το καθήκον. Και το ωραίο, το διαμπερές διαμέρισμα των Πετραλώνων πήρε να ταξιδεύει μες στις λύπες, σαν πλοίο μεγάλο και μετέωρο. Τα πράγματά του σκονίστηκαν, σε όλα τα δωμάτια άναβαν φώτα χαμηλά που βολεύουν μονάχα τις αρτίστες και τους γέρους. Είπε κάποιο απόγευμα να γίνει χελιδόνι και να πετάξει, όμως τα φτερά της είχαν αδυνατίσει πια και το σώμα της ήταν βαρύ και άκαμπτο σαν του πνιγμένου τις ηδονές. Έψαξε στις μέσα τσέπες της και τίποτε δεν βρήκε. Μονάχα τα αγγελτήρια που παιανίζουν στα ραδιόφωνα και μιλούν για εκείνους που αναχωρούν. Μονάχα ήχους φυλακής και χτύπους στα σίδερα που της γδέρνουν την καρδιά.

Χιόνι και ησυχία στο πρόσωπό της όταν βαδίζει τους δρόμους της γειτονιάς της. Τώρα όλα έχουν αλλάξει την παλιά τους θέση , τώρα όλοι οι παλιοί θρύλοι έχουν καταρρεύσει και οι δειλοί κρύβονται στο βάθος του καφενείου. Τώρα με ένα χέρια, ψάρι νεκρό, παραγγέλνει τα φουστάνια της, πληρώνει και χάνεται στις αρτηρίες της πόλης. Και νιώθει που μεταμορφώνεται σε όστρακο και οι φλέβες της σκαρφαλώνουν και πνίγουν τους τοίχους της.  Στο ραδιόφωνο λένε για πολέμους και για συντρίμμια και από όλες τις όχθες φθάνουν νεκρά παιδιά και αγωγοί ενός κόσμου που έληξε και πάει. Πάει καιρός που η Ιφιγένεια έπεσε από την ζωή, όπως το άγαλμα που τίποτε πια δεν σημαίνει και οι επαναστάσεις το θερίζουν. Σκούριασαν τα φόντα της ζωής της και όλες της οι ζωγραφιές σπουδές γέρων  ακαδημαϊκών με άδεια, τυραννικά στόματα που κάηκαν κάτω από φεγγάρια τσίγκινα.

Η Αθήνα γυρεύει στα σκουπίδια τα παλιά της κτερίσματα, έρχεται το απόγευμα στην κουζίνα της Ιφιγένειας και παραγγέλνει καφέ. Όλο μιλά  για δεκαετίες και πυρετούς και έχει γύρω στον λαιμό της σφιχτά τα αρχαία περιδέραια.  Είναι οι δυο τους αγωνίες παράφορες και οι ζωές τους πλάνα σε τρία τέταρτα. Και η Ιφιγένεια τίποτε δεν της λέει για τα σημάδια που σημαίνουν άλικο θάνατο. Τίποτε για τα χρόνια και τις πατίνες και τις μοναξιές , τίποτε για τα δάκρυά της που σημαίνουν άνθρωπο. Τίποτε για την γειτονιά της  και τα ερείπια που τα δέρνει ο καιρός. Σαν άλλη πιστή Δωδεκανήσια η Ιφιγένεια των τραγουδιών και των θυσιαστηρίων πίνει τις νύχτες στάχτες ένδοξες και τα σημάδια σβήνει. Οι σκηνές των δρόμων τίποτε δεν σημαίνουν πια. Μοναχά οι έρωτες που πετούν μες στο δωμάτιο σαν στίχοι άπιαστοι και σαν χρόνια θολά. Και η φωνή της η αχειροποίητη που δίνει μια και ξεχύνεται στην κόψη του ρεφραίν.

Μια από αυτές τις νύχτες, την ώρα που ηχούν τα λαϊκά του ονείρου μας, η Ιφιγένεια θα δώσει μια και για την Ταυρίδα της θα ταξιδέψει. Κανείς δεν θα την γυρέψει και κανείς δεν θα υποπτευθεί πως το αλλοτινό κορίτσι με την δίψα για την ζωή κοιμάται για πάντα μες στις ασημωμένες εικόνες, κρατώντας  στην ποδιά της έναν στίχο ακρωτηριασμένο. Μαρτυρία πως κάποτε υπήρξε άνθρωπος έρωτας των παραμυθιών, η Ιφιγένεια καθώς λένε των Πετραλώνων.

Α. Θ.