Ο καραγκιόζης – Διονύσης Σαββόπουλος , 1975

Φίλους και εχθρούς
στις φριχτές μου
πλάτες όμορφα
να σήκωνα
σαν να `ταν επιβάτες.”

 

  

Η Μαλβίνα
Των
Τζουκ Μποξ

 Μικρό αφιερωματικό
Με υπόκρουση
Λαϊκής αγοράς


Κάθισαν στα ωραία, θερινά καφενεία που έχουν τα τραπεζάκια τους μια ανάσα από το κύμα. Πάνω τους, πλάι τους, γύρω τους άναβε το θρυλικό φεγγάρι των Κυκλάδων. Και έτσι όπως γελούσαν με τα κατάμαυρα γυαλιά και τα κυριακάτικα ρούχα τους, υπήρξαν για μια δεύτερη φορά έγχορδα τρυφερά  που γέρασαν και τίποτε δεν χρωστούνε πια στον κόσμο και τους ανθρώπους. Το κορίτσι είχε τα μαλλιά του κοντά, αγορίστικα που λένε. Οι άλλοι την φώναζαν Μαλβίνα και έδειχναν γοητευμένοι από τον κατάκλειστό της κόσμο. Ο ένας, Αλέξανδρος στο όνομα, νέος και ωραίος σαν εκείνον της Σινδώνος που ζει και πεθαίνει μες στους πιο ακλόνητους στίχους. Ο άλλος, γνήσιος Πειραιώτης ή άνθρωπος της Ιβηρικής χερσονήσου με βλέμμα αφηγηματικό που συναντάς μονάχα στους παθιασμένους των ιπποδρόμων. Φορούσε ένα καλοκαιρινό πουκαμισάκι και κάπνιζε. Θαρρείς πως σε μια στροφή επάνω θα άφηνε ετούτο τον μάταιο κόσμο για να χαθεί πίσω από τα φώτα του θεάτρου. Ανέμιζαν τα τραπεζομάντιλα, ούρλιαζε το καλοκαίρι και τα αγάλματα. Η Ελευσίνα φορούσε τα πένθιμά της ρούχα , η πόλη του θανάτου είπε ο Αλέξανδρος και έσπασε μες στο γέλιο του επτά ποτήρια. Η Μαλβίνα σημείωνε, όλη η λαογραφία της εποχής στάλαζε πάνω της . Ετούτη η θάλασσα φαντάζει ο πιο φυσικός τρόπος για να ειπωθεί ο κόσμος. Περνούσαν τα ζευγάρια, σιδηρουργοί, υφαντουργοί, οδηγοί των βαγονέτων με τα κορίτσια τους και με τις Κυριακές τους που εφαρμόζουν επάνω τους όλες τις αρχές της ομορφιάς των Αιγυπτίων. Στο βάθος ερχόταν και έφευγε μια άγνωστη ακτή με τα μαγαζάκια της, τα πλοιάρια που περνούν κατάφωτα, έτσι όπως το είπε ο ποιητής. Με μπαγκάζια και ανθρώπους, απλώνοντας δίχτυα κάτω από τα αστέρια.

Δεν θα ΄χε πέσει ακόμη η βαθιά σιωπή της νύχτας, όταν η Μαλβίνα κοίταξε στον δρόμο. Είπε, μια μυρωδιά παράξενη, κάτι θα γεννήσει ετούτη η άσφαλτος. Και ο ποιητής με το κατάστιχτο πουκάμισό του και μια άδεια θαλάμη μες στο στόμα του έγνεψε από μακριά. Πίσω του έτρεχαν τα παιδιά και τα σκυλιά, κάτι βαριές σκιές με την χάρη του Βελάσκεθ και την ντροπή του Γκόγια. Πότε σηκώθηκε, πότε χόρεψε για εμάς και τώρα γυρνά, κανείς δεν ξέρει. Στο πέρασμά του έσπαγαν οι καθρέφτες, η Φλορίς έπαυε το μαστίγωμα, οι άνθρωποι της Τορίνο Φιλμ που φυλάκισαν τις πιο ωραίες μας στιγμές έστηναν τις μουβιόλες , ίσα για να τραβήξουν τις φόρμες και τους κυβισμούς που απόψε πεθαίνουν. Στα μισά εκείνου του δρόμου άναψαν τα λαμπιόνια επάνω στο φόρεμα του κόσμου. Το τοπίο έκλεινε μέσα του την λαογραφία της Ελλάδος, το θαύμα ετούτου εδώ του τόπου που γίνεται μυστήριο και ξανά από την αρχή. Η σοφία των ανθρώπων της επαρχίας απόψε ανακτούσε την παλιά της αίγλη. Όλα σώπαιναν νικημένα στο πέρασμα εκείνου του ανθρώπου.

 Και η Μαλβίνα, αυτή η Ζακλίν της οδού Ροντέν που είδε μες στο όνειρό της την τρίτη διάσταση της εποχής της, έκανε ένα νεύμα και ο σάλος της ζωής πέρασε και χάθηκε. Με ελαφρύτερο βήμα πλησίαζε του θανάτου το άγνωστο χειροκρότημα και από την άβυσσο έχασκε το σκοινί. Μα είναι τα τραπεζάκια, το κύμα, η βαρύτητα που κερδήθηκαν στα σημεία. Είναι η Μαλβίνα και η τροχιά του ποιητή τα αποψινά μου σύνεργα. Είναι η Γρανάδα και η Αθήνα, η λύπη και ο κήπος. Και τα χρόνια που σβήνονται πάνω από το τέμπλο της νεοελληνικής εποποιίας, της ίδιας που μεταφράζει την λύπη της Μπερνάρντα και πάλι εμπιστεύεται στα πιο έξυπνα κορίτσια αίθουσες με κάτοπτρα, το χάρισμα της διογκωμένης αίσθησης που πυροδοτείται από την πραγματικότητα για να σνομπάρει κάθε βεβαιότητα και ανακάλυψη, γυρεύοντας εκείνο που συγκινεί και σπρώχνει το ροδάνι του καιρού.

Οι τέσσερις τους κάθισαν στα τραπεζάκια. Προστέθηκε και ένας κακόμοιρος Καραγκιόζης με θυμαρίσια αναπνοή, παλιός περιβολάρης. Θύμιζαν φωτογραφίες του μεσοπολέμου. Η συγκίνηση ήταν τόσο ηθογραφική και η μυρωδιά του πορτοκαλιού τούς έπνιγε την φωνή. Η Μαλβίνα γινόταν τώρα μια μικρή κυκλωμένη Αζτέκα και ο ποιητής με το γνώριμο ανάστημά του, τα ίδια ρούχα, την ίδια σφαίρα  περιφρονούσε της λήθης το νερό. Σκάλιζε τσιγκογραφίες στον ουρανό και παραδεχόταν πως ετούτος ο κόσμος δεν είναι παρά κτισθείς κατά Θεόν, εν δικαιοσύνη και οσιοότητι της αληθείας, γελώντας τρανταχτά σαν άξιος στίχος. Παραδεχόταν και έπειτα γελούσε πικρά, με ένα κεφάλι Μινώταυρου και την κλωστή του χαμένη. Θυμόταν της ζωής το τραγικό αίσθημα, φανταζόταν γεμάτα σπίθες τα ελεφάντινα μάτια της Μαλβίνας, της γυναίκας με το κατάμαυρο φουστάνι, τις μαύρες ζελατίνες, κάτι σαν τις Βικτορίες, τις Ανδριάνες, τις Λουίζες που έζησαν με το κρυμμένο θάρρος ενός αγοριού.

Θα δεις, θα περάσει η νύχτα. Θα βρουν οι φόρμες το σχήμα που έχασαν μες στο σκοτάδι. Τα τραπεζάκια θα αδειάσουν και οι εραστές θα πάρουν τον δρόμο της μοναξιάς που είναι για όλους μας γραμμένος. Ο ποιητής θα φύγει για τις Ανδαλουσίες, κρατώντας το άλικο τριαντάφυλλο που του εμπιστεύτηκε ο πολύς έρωτας για την ζωή. Έλα μαζί μου, του λέει η Μαλβίνα. Ο Αλέξαδρος έχει φορέσει όλα του τα διαδήματα και τραβά πίσω στις αυλές των κτερισμάτων. Έχει φύγει πια, οι Προποντίδες δεν τον κρατούν. Ο άγγελος με το ιδρωμένο μέτωπο την ακολουθεί και πίσω τους χορεύουν λευκά σεντόνια. Τώρα διασχίζουν την οδό Αχιλλέως, την πλατεία Καραϊσκάκη, παλιά συντάγματα και αγίους.

Πού πάμε, πού, ρωτάει ο Έλλην Μπολιβάρ και ακουμπά στα πόδια της δοχεία με ακριβά αρώματα, ανθούς πορτοκαλιάς και δροσιά περιβολιών. Μα εκείνη δεν κάμπτεται, εκείνη εισέρχεται ιέρεια στους κόλπους της οδού Μαραθώνος, όπως η Περσεφόνη μπαίνει στους Λοκρούς. Ο ποιητής που δεν αντιστέκεται εισβάλλει μες στις μουσελίνες, τους ταφτάδες, τα βελούδα και τα σατέν των αρχαίων βιοτεχνιών. Η Μαλβίνα που τόσο τον αγάπησε βαδίζει μονάχα και για να σας πω όλη την αλήθεια, ετούτο θέλησα απόψε για εκείνη. Πίσω της γκρεμίζονται κορνίζες, μπαλκόνια και διακοσμήσεις και έτσι καθίσταται γνωστόν πως τα καλύτερα κορίτσια μας μεταμορφώνεται κάποτε σε αγγέλους και όλο μας οδηγούν. Ο θάνατος του Σαρπηδόνα τίποτε δεν σημαίνει, μήτε οι γυμνές μεταμφιέσεις που μαίνονται στις αυλές των λουομένων. Για εκείνη, πράγματα παιδαριώδη και αρχαία, συνήθειες επαρχιώτικες που θυμούνται και πονούν.

Κάπως έτσι σταματά, βάφει τα χείλη της με πέταλα γερανιών, μαυρίζει τα φρύδια της με σπίρτο και γίνεται η ζαχαρένια μας κούκλα. Φεύγει περήφανη, σαν πλοίο εξαφανισμένο της γραμμής που μονότονα εκτελεί το δρομολόγιο Ηπείρου Αχαρνών και ξανά από την αρχή. Η Μαλβίνα παρελαύνει τώρα στους ουρανούς, έχοντας εποπτεύσει κειμήλια, εξαπτέρυγα, λαθρεμπόρια και το φως που καθώς λένε αχρηστεύει την Ελλάδα μαζί με τα καλύτερα παιδιά της. Οι μηχανές του χρόνου που ακατάπαυστα εργάζονται, τίποτε δεν της κάνουν. Εκείνης που μες στον σκάρτο, μισό της αιώνα ντύθηκε αγάλματα, σπίτια, καλοκαίρια και ερωτεύτηκε τον στίχο και την αίσθηση της πικρής της πατρίδας. Τώρα περνά κάτι παλιά επίκρανα και εισέρχεται στην ταβέρνα που καθώς λένε συχνάζουν παιδιά με το όνομα Λεωνίδας. Τριακόσιοι εραστές της γνέφουν από τα τζουκ μποξ, το φόρεμά της γίνεται κίτρινο ζωηρό και ξαναζεί την ώρα που κάποιος χορεύει τελευταία φορά πάνω στο φτερό του καρχαρία και η Σαϊγκόν πέφτει.

Α. Θ.