WONDERFUL TONIGHT, ΕΡΙΚ ΚΛΑΠΤΟΝ, 1977

Στην Τζιότι,
Την Ελένη,
Την Μαρία,
Στην κάθε μία
Εκεί έξω,
Ξεχωριστά,

 

«Δείχνεις υπέροχη
Απόψε»

 

 

L.F.E.,
όπως τότε στα λευκώματα

 

[…Επάνω στο άστρο της η Τζιότι, μισή ζωγραφιά, μισή νυχτερινός σχηματισμός. Δεν υπάρχει τέλος για την καρδιά και τα όνειρά της. Διαθέτει την στόφα των παράξενων παιδιών και μερικά από τα ωραιότερα καφτάνια που έχεις φανταστεί. Πορτοκαλεώνες, βαθιά, απρόσιτα νερά, κίτρινες ομίχλες για τις γιορτές του καλοκαιριού. Η σημειολογία του έρωτα βρίσκεται πίσω από κάθε της κίνηση. Και εκείνη, πάντα στο άστρο της επάνω, ολόσωμη στο χρώμα, στην ερημιά της θαυμάσιας επαρχίας. Τζιότι προσεύχομαι για σένα, στα αλήθεια προσεύχομαι με το πιο παράξενο και αθώο παράπονο του κόσμου. Πως θα τα καταφέρεις και  πως για πάντα θα μοιάζεις με εκείνο το κορίτσι που όλο ρωτά, 

είμαι εντάξει; Χαμένη  στο όριο της απορίας, φορώντας το μέικ απ της ,με μακριά ξανθά μαλλιά. 

Και όμως η Τζιότι πάντα επάνω στο άστρο της, με την μακρά απαντοχή και την καρτερία, οπλισμένη με την απόγνωση που σε αφοπλίζει. Περνά ανάμεσα από τις παράγκες που χτίζουν οι μεροκαματιάρηδες αυτού εδώ του κόσμου. Αφήνει πίσω της ένα βόμβο, σαν τα ροδάνια της Γιάλοβας, αφήνει πίσω της ένα ίχνος ανέμου. Με το πέρασμά της αγκαλιές λουλούδια ξυπνούν στην έρημη νύχτα. ΗΤζιότι, φωνάζουν τα παιδιά και εκτυλίσσεται το δράμα της έκπληξης που σκορπά τα πουλιά από τον ύπνο τους. Η Τζιότι,  

Περπατά ανάμεσα στο πλήθος, όλοι την κοιτάζουν, αυτήν, μονάχα αυτήν την όμορφη κυρία που περπατά και με ρωτά,

νιώθεις ωραία; 

Η Τζιότι θυμίζει τους καλύτερους στίχους μας. Εκείνους που δεν θα γραφτούν ποτέ. Και θυμίζει ακόμη, πως εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι με αστραφτερές ιδιαιτερότητες που κάνουν καλύτερο τον κόσμο. Η Τζιότι, κοίταξέ την, κοίτα την τώρα πάνω στον μικρό της πλανήτη, γράφοντας ατέλειωτα μίλια όταν η αυγή χτίζει ξανά τα σπίτια και τις ανθρώπινες συνήθειες. Η μοίρα της Τζιότι, βρίσκεται εκεί απάνω, ανάμεσα στα μπερδεμένα ωροσκόπια που λένε την μοίρα και τραγουδούν το άρρητο. Και να ξέρεις, Τζιότι, 

Νιώθω περίφημα απόψε επειδή μπορώ και αντικρίζω
Το μικρό, μέγα φωσάκι του έρωτα
Και ξέρεις, το πιο θαυμάσιο από όλα
Είναι πως ποτέ σου Τζιότι,
Δεν θα καταλάβεις πόσο πολύ
Σε αγαπώ

 Η Τζιότι επάνω στο ποδήλατό της και όλα τα άλλα κομπάρσοι σε αυτόν τον κόσμο. Η Τζιότι μία συνέχεια από τις μακριές, ποδηλατικές ακτίνες που φθάνουν ως μες στις καρδιές μας. Και οι κύκλοι της ζωής μας να αλλάζουν επειδή η Τζιότι ποδηλατεί τίμια, σκληρά, λυτρωτικά, γεμάτη την ελπίδα των δεκαπέντε της χρόνων. 

Είναι ώρα Τζιότι, για να μάθεις πως απόψε ήσουν ότι πιο όμορφο συνέβη ποτέ.

 Η Τζιότι συνιστά ένα από εκείνα τα ρήγματα που διακόπτουν τον δρόμο μας. Πρόκειται για ένα κορίτσι που φτιάχτηκε , όχι για να περιγράφεται, μα για να θαυμάζεται και να αγαπιέται. Σίγουρα, η Τζιότι θα ήθελε με το ωραιότερό της φουστάνι  να χορέψει επάνω στους ρυθμούς του Έρικ Κλάπτον. Τότε, το μακρινό 1977, ο σπουδαίος μουσικός έγραψε ένα διαχρονικό τραγούδι που απόψε, ετούτο το σημείωμα αφιερώνει στην Τζιότι Κουμάρι. Το κορίτσι που παρακολουθούμε μες στην ασφάλεια της ζωής μας, να διατρέχει χίλια διακόσια χιλιόμετρα πάνω στο ποδήλατο, με τον άρρωστο πατέρα της, συνεπιβάτη στην υποδειγματική πορεία. Είναι βέβαιο πως η Τζιότι κρατήθηκε μακριά όλο αυτόν τον καιρό από τις ζωές μας. Πως εμείς οι ίδιοι πάψαμε να συλλογιζόμαστε κορίτσια όπως η Τζιότι, επειδή ένας τέτοιος σκοπός χρειάζεται την θέρμη και την αφοσίωση που στα μικρά και τα μεγάλα δειλιάζουμε να δείξουμε…]

Είναι βέβαιο πως για τέτοια κορίτσια, για κορίτσια όπως η Τζιότι και η Ελένη και η Μαρία, που πάλεψαν με θέληση μες στην απόγνωσή τους, αυτός ο σκοπός του Έρικ Κλάπτον, με την αφέλεια του μικρού του ρομάντζο, ταιριάζει γάντι. Για εκείνη την στιγμή που οι δυο τους χορεύουν με όλες τους τις αισθήσεις και όλα τα αγόρια, με τα απλανή τους βλέμματα, δεν τις χάνουν πια από τα μάτια τους.

  Γιατί τέτοια κορίτσια , με τόση ομορφιά ξεχώρισαν κάποτε από τους γλυκούς και αιώνιους ύπνους, κερδίζοντας την αξεδιάλυτη σκόνη και την βαθιά νύχτα που φοβάται στην άκρη του διαδρόμου.

Όσο για το 1977, ετούτο το σημείωμα κρατά μονάχα πως ο Στίβεν Μπίκο δείχνει με το δάχτυλό του σε όλο τον κόσμο το άπαρτχαϊντ. Δεν γνώρισε ποτέ την Τζιότι και άλλωστε πώς θα μπορούσε. Ωστόσο μοιράζονται το δόσιμο ως την εξάντληση και αυτό τους κάνει αδελφούς. Το άστρο του Φιλίππου αναδύεται ολόχρυσο μέσα από τα χώματα της Βεργίνας και ο Έλβις, διανύει τα τελευταία πεντακόσια μίλια του, χορεύοντας υπνωτισμένο ροκ εν ρολ. Το 1977.

Α. Θ.