The Godfather Waltz, Nino Rota & Ennio Morricone,1972

Μια τυχαία σύγκρουση
Με τα άτομα
Του ήλιου

 

Το μαλακό κοράλλι 

Ο κύριος Α. , μισός αριστοκράτης, μισός λαϊκός με έφεση στον τζόγο και τα επικίνδυνα ρίσκα διέσχισε το στενό της Μεσσήνης, περί την ενάτη πρωινή. Την ίδια στιγμή τα ραδιόφωνα όλου του κόσμου ανακοίνωναν τον θάνατο του γέρο Έζρα Πάουντ που τόσοι εμίσησαν και όμως ως σήμερα με δέος παρακολουθούν ξανά και ξανά την ασυναγώνιστη εργασία του. Το στενό, κύριε, του είπε ο πλοίαρχος, ένας τριαντάχρονος άνδρας με δυνατή φωνή και αινιγματικό χαμόγελο, αποτελεί ένα θαυμάσιο ψαρότοπο. Μα κανείς θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή, καθώς στα βάθη του κατοικούν ψάρια της αβύσσου που ανθρώπου μάτι ποτέ δεν έχει μαρτυρήσει.

Ω, πόσο γοήτευαν τον κύριο Α. όλες αυτές οι ανέξοδες πληροφορίες. Μα για αυτές εγκατέλειψε την Αμερική, που φτιάχνει με την σειρά της μια τρομερή άβυσσο στα περίχωρα της Σαϊγκόν.  Σχεδιάζουν να φτιάξουν μια γέφυρα που θα καθιστά τούτο το πέρασμα περιττό. Και ίσως τότε, κύριε, συμπλήρωνε ο πλοίαρχος, όλες μας οι έγνοιες περάσουν. Στο βάθος δέσποζε το κάστρο Ρούφους, χτισμένο πάνω στο νεκρό, μυθολογικό κορμί της τρομερής Σκύλλας. Πόσοι σύντροφοι δεν χάθηκαν σε αυτά τα νερά, πόσα κειμήλια χαμένα στους κόλπους της Μεσσήνης συλλογίστηκε ο κύριος Α. Τώρα τα παιδιά του φοβερού τέρατος κατοικούν το Όλστερ, το Μόναχο, το Λάνγκεχάγκεν, σχεδιάζοντας το τέλος του κόσμου και της ζωής.

Μα θα ήταν καλύτερα να αφήσει πίσω του αυτές τις σκέψεις. Εδώ φέγγει ο ασβέστης και η μυρτιά και η σιωπή τους, όπως ακριβώς το είπε ο Φεντερίκο, χρόνια πίσω. Ο κύριος Α. στάθηκε στην πλώρη και έβγαλε τον ψάθινο παναμά του με την αθάνατη, μωβ κορδέλα και το όνομα του πλοίου. Ο άνεμος ήρθε και πήρε μακριά τους λογισμούς του. Από την ακτή τα παιδιά με τα ποδήλατα τρέχουν και φωνάζουν και χαιρετούν.  Όσα φωνάζουν μοιάζουν να λένε εκατοντάδες βομβαρδιστικά ισοπεδώνουν τούτη την ώρα το Ανόι και έπειτα χάνονται μες στο φως. Ο Ίταλο Καλβίνο ίσως αντίκρισε κάποτε ετούτη την εικόνα, ίσως τα παιδιά που χάνονται στο φως κάποιο μυστικό να του αποκάλυψαν. Ίσως το γεγονός πως αγαπητέ Ουίλιαμ, ο κόσμος και εμείς οι ίδιοι μοιάζουμε πλασμένοι από την στόφα των ονείρων.

Απέναντι ζει αιώνες τώρα το Ρήγιο κύριε. Μια άλλη φορά, απάντησε ο κύριος Α. και πήρε τον δρόμο που οδηγεί στο παλάτσο Sturiale. Εκεί έζησε και πέθανε ο ποιητής Τζιοβάνι Πασκόλι. Ο κύριος Α. οραματίζεται τον πολύβουο δρόμο, τα σπίτια που χτίζονται από ατόφιο τσιμέντο, πάνω στις σωρούς χιλιάδων νεκρών από τον σεισμό. Ίσως κάτω από τα βήματά του να προσμένουν λίγο φως για να ξαναγεννηθούν. Τα όστρακα και τα ακέραια λυχνάρια και οι ενσφράγιστες λαβές των ροδιακών αμφορέων. Όλα έφθασαν εδώ στο όνομα μιας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που έγινε κομμάτια, ενός κόσμου με πάθη ρωμαλέα που φάνηκε σε όλα γενναίος και έτσι καταστράφηκε. Οι αυτοκρατορίες, κύριε Α. συχνά αποκτούν όσα δώρα τους χαρίζει η ανάμνηση και η ιστορία. Και έτσι τώρα η Μεσσήνη, μες στο μεσημέρι των χιλιάδων αφανισμών και τις στροφικές ελεγείες μεταβάλλεται στα λάδια του Περικλή Βυζάντιου που έτσι θαμπά και απόμακρα έπλασε ότι απομένει από την ύλη και το σχήμα. Και τον χρόνο.

Ο κύριος Α. τους είδε, όλους εκείνους τους αποικίζοντες, με τα γεροδεμένα πόδια ενός θεού να μεταφέρουν τον ελληνισμό σε άλλους παράλληλους. Τους είδε, μες στην πορνογραφία της ιστορίας να χάνονται, να γίνονται στάχτες, αφημένες πολιτείες για τα τραγούδια του μέλλοντος. Πέτρα και άνεμος για τις πικρές, ερωτικές ιστορίες του Μάρκου Βαμβακάρη και τα επίκρανα τραγούδια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου που αιώνια θα τραγουδούν τα πάθη αυτού του κόσμου. Ενός κόσμου, κύριε Α. που σήμερα φορεί το σκοτεινό κεφάλι του Μινώταυρου και στο άπειρο του Έσερ κυμαίνεται.

Ο κύριος Α. στάθηκε με δέος εμπρός στον ταύρο της Κρήτης, στην σφίγγα που διασώζεται σε όψη πλάγια, στο δράμα της Λητούς, στο θάρρος του φθαρμένου Περσέα που σκοτώνει τα χίλια πρόσωπα του κόσμου. Έπειτα χαιρέτησε βγάζοντας τον ψάθινο παναμά του την Αθηνά του Οτράντα και την Ήρα και τις χιλιάδες Περσεφόνες  που για μια λιτανεία τραβούν. Ακριβώς όπως το είπε κάποτε ο ποιητής, ολόσωμες πάνω στο φως και μαύρες ως θανάτου, με μια οσμή ελιάς,  δουλεύοντας άοκνα πάνω στο λεπτό εργόχειρο του χρόνου.

Έπειτα ο κύριος Α. χάθηκε μες στο μεσημεριάτικο φως που κάνει κομμάτια τις πλατείες και το παράπονο αθώο και ασήμαντο. Χανόταν στα αρνητικά της πόλεως Μεσσήνης κάνοντας κομμάτια τις προσευχές και το χειροπιαστό αυτού του κόσμου που ζει γεμάτος κραδασμούς, πάνω στον δρόμο του ηφαιστείου. Κάπως έτσι τελειώνει εκείνο το ταξίδι του κυρίου Α. που πυκνώνει στα έργα και τις ημέρες του μια ωδή για το έτος 1972.

Όσοι βρέθηκαν εμπρός του σε εκείνον τον ανήφορο μες στην καρδιά της Μεσσήνης, λένε πως στα διαλείμματα του ανέμου το σφύριγμά του επιβεβαίωνε πως για μια στιγμή, όσο δηλαδή κρατούν όλοι οι αιώνες του κόσμου, ο κύριος Α. υπήρξε αληθής. Και πως απορροφήθηκε μες σε αυτήν την γειτονιά που την συνθέτουν γυναίκες ασπαίρουσες, λουλούδια, φρούτα και ήλιοι.  Με ένα φιλί αποχαιρετούσε την Μεσσήνη, με ένα φιλί σαν εκείνο του γλύπτη που αποκαλύπτει μονάχα μια φορά την τέταρτη, την άυλη διάσταση των άπιαστων πραγμάτων.  Μες στην άρρυθμη βοή και τις ιστορικές καλλιγραφίες.

Α. Θ.