Diamonds and Rust, 1975

Στους πρίγκιπες
Της
Εμμ. Μπενάκη

Diamonds and Rust, 1975

Mr Milligram

 

Ο κινητήρας της Φορντ διαθέτει όση δύναμη  χρειάζεται ένα  ταξίδι μακρινό ανάμεσα σε ωκεανούς. Η Φορντ γρυλίζει , το κορίτσι κάθεται στο πλάι και τον φιλά. Και έπειτα πέντε χιλιάδες ευτυχισμένα κυβικά αφήνουν πίσω τους έκθαμβους  του υπαλλήλους της εταιρείας πετρελαιοειδών. Καλύτερα να προσέχει κανείς, ο αυτοκινητόδρομος 66 μοιάζει δύσκολη υπόθεση. Πίσω στο φόντο της τζαμαρίας μια παλιά φωτογραφία από το Εσκοντίτο της Καλιφόρνια. Ο Τζιμ με τα χέρια του σε έκταση θα φύγει από το Άργος αναζητώντας την Ελένη του και μια χρυσή , αμερικάνικη πολιτεία. Ναι, αυτός είναι ο Τζιμ που κατάφερε να κερδίσει όλους τους αντιπάλους του και ξεσήκωνε τα πλήθη με την δύναμη και τα χέρια κυκλώνες του. Αυτός, ω ναι, θα μπορούσε να διασχίσει τα επικίνδυνα μίλια του αυτοκινητοδρόμου 66. Έπειτα όλα γυρνούν στο πόστο τους, η Φορντ έχει πια χαθεί.

Θυμάμαι, πως  είπες ότι τα ποιήματά μου δεν αξίζουν μία,

Από πού να τηλεφωνείς άραγε,

Ίσως από ένα θάλαμο μικρό,

Κάπου στα μεσοδυτικά,

Ο κινητήρας κινείται στα όρια της ροπής του. Τα πιστόνια δουλεύουν ακούραστα μες στους κυλίνδρους, οι στρόφαλοι αυξάνουν τις στροφές τους, τριακόσια άγρια άλογα μεταμορφώνονται στο θαύμα και την μυρωδιά του δρόμου. Μονάχα τα ποιήματα και οι στίχοι του Ανδρέα Εμπειρίκου θα μπορούσαν κάτι από αυτήν την αναπαράσταση να ζωντανέψουν, ποιήματα με αχαλίνωτους στίχους, όπως ο έρωτας του ζευγαριού που ξεσηκώνει στο πέρασμά του μοναχικά αγριοπούλια.

 Και οι δυο μας ξέρουμε

Τι σημαίνουν οι αναμνήσεις,

Μονάχα σωρούς

διαμάντια και σκουριές

Ένα προς ένα τα άδεια σπίτια του δρόμου σημαδεύουν τα μίλια. Κάπου εδώ κατοικεί ο Γουόκερ Έβανς, μες στην σκιά φαγωμένων σανιδιών, όταν η Αμερική ήταν μονάχα ένας ουρανός με σβησμένα άστρα πολιτείες. Πρόσωπα γωνιώδη , πίσω η φλεγμονή του κόσμου που ανασαίνει πίκρα και απελπισία. Η μητέρα στο κάδρο του Γουόκερ, η μητέρα που στέκει έξω από την πόρτα μυρίζοντας την βροχή και τον ήλιο, σπάνιο, αμερικανικό θηλαστικό πνιγμένο στην κατάθλιψη. Μες στην καρδιά της διαθέτει ένα σπάνιο και αγεφύρωτο χάσμα, μες στην καρδιά της ο Γουόκερ Έβανς ζωγραφίζει το μικρό παρεκκλήσι της ανθρώπινης ελπίδας. Για την επίγνωση του μέλλοντος, ουρλιάζει σε όλη την επικράτεια. Και συνεχίζει σε αντίθετη πορεία, υπενθύμιση και σήμαντρο αμερικανικό.

Η Φορντ ξετυλίγει τα χαρίσματά της. Δεν της φτάνει αυτός ο αυτοκινητόδρομος. Και στο κορίτσι δεν φτάνει αυτή η αγάπη, αυτή η ζωή, τόση ζωή. Και οι δυο τους κρατιούνται σφιχτά πίσω από το ταμπλώ του αυτοκινήτου. Και η τόση τους αγάπη πλουτίζει από το δικό του και το δικό της προαίσθημα. Και η Φορντ τώρα καταπίνει μεταξένια μίλια και παράξενα μεταλλεία και στέκια φορτηγών. Και κάπου στην σπουδαία, εκείνη Αμερική, γράφεται άθελά τους το μέλλον με ηλεκτρονικά γράμματα καθώς  ο αιώνας μεταμορφώνεται σε μικρογραφία της πληροφορίας. Ο κινητήρας της Φορντ στοιχειώνει το Ντιτρόιτ.

Τώρα σε βλέπω να στέκεις

Με καφετιά φύλλα τριγύρω σου

Μια πόλη ακόμη και έπειτα η αφάνταστη ερημιά. Στους δρόμους πεθαίνουν αβοήθητα τα σκηνικά του παλιού καρναβαλιού. Η Φορντ κυλά τώρα σαν νερό, αρπακτική παλιά μου Φορντ ανάμεσα σε δέντρα μπλουζ με καστανά φύλλα. Ανάμεσα στα σκουπίδια του δρόμου παζολινικές φιγούρες και σπασμένα προφίλ. Ο ωραίος Χριστός της Ρώμης ανάμεσα στους μαθητές του, φόρτσα Φίατ, αναγεννησιακά άλλοθι και συντρίμμια συνθήματα. Τα παιδιά της ζωής παίρνουν τις θέσεις τους. Το ζευγάρι γερασμένο κάτω από την πατίνα που στάζει η παλιά άγρια Φορντ, η μισθωτή εργασία Τζόαν. Στο ραδιόφωνο λένε για την πτώση της Σαιγκόν, στο ραδιόφωνο συζητούν τους όρους της παράδοσης και οι δυο τους γερνούν, σαν πεταλούδες πίσω από το σπασμένο καντράν, γενιές και γενιές φίλων και καλοκαιριών, η μακρινή θράκα που αφανιζόταν και η Φορντ στην άγρια λεωφόρο, γενιές και γενιές. Βλέφαρα και σιωπές πάνω από τον ανοιχτό τους ουρανό. Οι δυο τους θαλασσογραφίες στον καθρέφτη της λίμνης Σουπέριορ, πνίγονται βασανιστικά μαζί με χιλιάδες, αμερικάνικες σημαίες. Το Άρλιγκτον σφύζει από ζωή, καινούριες αυλακώσεις και πλαστικά λουλούδια. Κάτω από τα πόδια σου παραγγέλματα στρατιωτικά και κανονιοβολισμοί στο πουθενά του μεσημεριού . Το ραδιόφωνο καλεί σε προσκλητήριο, επαναλαμβάνει τα ονόματα των θυμάτων. Το κορίτσι του γίνεται χρώμα και αφήνεται πίσω, σε εποχές ανεπανάληπτες, πέφτει μες στους μεγάλους, δυτικούς ύπνους. Οι φίλοι της στο Σικάγο ουρλιάζουν περισσότερο, το όνομά της σημαίνει μέρες που δεν ζήσαμε, ισοδυναμεί με τον μύθο ενός καιρού που αντηχεί.

Ακούγοντας μια φωνή

Που ξέρω από

Χρόνια παλιά

Η Φορντ σήμερα ξεσταχιάζει, θλιμμένο κουφάρι στην άκρη του δρόμου. Οι δυο τους  χάθηκαν μες στα χρονικά. Έκτοτε αγρυπνούν μνήμες από διαμάντια και σκόνη, η ιστορία τους συμβαίνει σε κάθε μεγάλη πολιτεία του κόσμου. Η ιστορία τους καταγράφεται σήμερα μες στην παγκόσμια μυθολογία. Εκείνος κρύβεται κάτω από την βαθιά σκιά της αυλής του ιδρύματος  Ουόλς, δίχως τίποτε να θυμάται. Είναι νεκρός, κάτω από σωρούς εξασθένηση. Και εκείνη κοιτώντας κατάματα τον ουρανό στο κοιμητήριο κάποιου μυθιστορήματος, άδολα ξεφυλλίζει τις άπειρες, αχρείαστες σελίδες της.  Κάτι σήματα που έφθασαν από τον κόλπο της Σιγκαπούρης, δεν εξηγούν πολλά. Πρόκειται για ποιήματα, γοργόνες και τάσια, μπακιρένια αλγερινά, ζητήματα της καθημερινής φαντασίας και συναγερμούς για τα ωραία ρίσκα τους έρωτα που ποτέ δεν πήραμε. Έτσι δεν δώσαμε σημασία, ισχυριζόμενοι πως κανείς δεν στέλνει ποιήματα από τον ασύρματο ενός φορτηγού πλοίου για πράγματα τόσο σοβαρά, όπως η ιστορία αυτών των δυο νέων, που κατοικεί βαθιά μες στα 1975.

Α. Θ.