Μάσκες, 1981

Άσχημη εποχή

Το φαρμακείο έσφυζε από ζωή. Το πλήθος που συνωστιζόταν εκεί έξω χαμογελούσε αμήχανα και όλο περίμενε. Την σειρά του, την απελπισία του, που έχει την ανάγκη να την εξομολογηθεί. Η θεραπεία, όμως φίλε μου είναι μια άλλη υπόθεση, διόλου της παρούσης.

 Σε όλες τις σειρές του κόσμου απόψε δεν υπήρχε καμιά πιο όμορφη από το εικοσάχρονο κορίτσι εκεί βαθιά στο τέλος. Όλο το φως περνά μέσα από μια ρωγμή κάπου στο σκίαστρο και την καθιστά λογοτεχνικό εξώστη. Σβήνει όλα τα ίχνη της στην σκιά και την καθιστά μέρα καλοκαιρινή φτιαγμένη για τα αγάλματα και τα φιλιά. Τώρα έρχεται η σειρά του και θα την χάσει για πάντα, όμως έτσι είναι η μοίρα των πραγμάτων, εφήμερη. Σαν όλες λοιπόν τις ομορφιές.  Ή μήπως όχι; Στα 1981 όλα μοιάζουν δειλά πιθανά, όμως πιθανά.

Είχε καταγράψει μερικές προμήθειες, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Και ήταν τότε που εμπρός του φάνηκε το κορίτσι στο τέλος της σειράς. Η φωνή της υπαλλήλου χανόταν στο βάθος των λαβυρίνθων ώσπου κοιμήθηκε εκεί μέσα για πάντα. Και όσο και αν πάσχιζε στην πραγματικότητα να κυμανθεί, η κατάστασης επιδεινωνόταν. Εκείνος παρέμενε έκθαμβος, με την ωραία, λευκή του μάσκα. Ή τώρα ή ποτέ συλλογίστηκε μες στο παράξενο παραλήρημά του και μεμιάς γίνηκε και πάλι μικρός, βούτηξε στο φως όπως έφηβοι μυθιστορηματικοί. Έτσι νικημένος ψιθύρισε δυο λόγια στο ωραιότερο κορίτσι του κόσμου.  

«Εγώ θα σε λέω Αριάδνη. Θα σου χαρίσω τον μίτο μου, δεν θα ζητήσω ποτέ να επιστρέψω. Μονάχα που θα ακολουθώ τον συριγμό σου, μες στα σκονισμένα χρόνια. Είμαι ο Άλκης που γεννήθηκε στα 1981. Τώρα πια φαντάζει παράξενη εποχή, μα συλλογίσου πως ανάμεσα σε εκείνη την εποχή και σε σένα απόψε παρεμβάλλεται μια ολότελα παράλογη θάλασσα. Είμαι ο Άλκης, γεννημένος με την ψυχή του Μπιλ Χάλεϋ που κάνει τότε την φοβερή του, τελευταία έξοδο. Είμαι ο Άλκης, καιόμενος επί της οδού Τάκη Σινόπουλου που στα 1981 μεταμορφώνεται σε εξώφυλλο ροκ μπαλάντας. Είμαι ο Άλκης που γεννήθηκε στα 1981, μες στον τελευταίο σπασμό, ακριβώς μέσα στην τελευταία ανάσα του Ευγένιου Μοντάλε.»

Και το κορίτσι που ως γνωστό συνιστά έναν όμορφο και για αυτό ήδη εκπληρωμένο σκοπό, χαμογέλασε, έτσι φανταστικά και αμίλητα. Και αν επέστρεφε η φωνή της υπαλλήλου που τον επέπληττε για την αμηχανία του, ήρθε πάλι η, ας πούμε, Αριάδνη και με ένα σφύριγμα κατέκλυσε τα γήπεδα. Τα παιδιά στον Πειραιά με ιδρωμένα μέτωπα και λευκές φτερούγες, με κορμιά ξύλινα, νεανικά έσμιγαν με του Καραϊσκάκη τους στρατώνες. Πετούσαν πάνω από την τσιμεντένια θύρα σημαδεύοντας έκτοτε όλα τα απογεύματα του Φλεβάρη. Κάποιος με πρόσωπο Αμερικάνου ηθοποιού, σε στυλ midnight cowboy και μεγάλη καρδιά, ίδιος ηθοποιός του Χόλιγουντ περνούσε. Κάτι σάλεψε στην σειρά που μάκραινε, μα τι σημασία έχουν πια οι μάσκες.

«Είμαι ο Άλκης και άκου δυο στίχους που σε άλλη εποχή έχουν γραφτεί. Είναι για σένα.

Φύσηξε αγέρι, φύσηξε βροχή
κι εγώ γυρίζω σαν τσακάλι,
άσχημη μάλλον διάλεξα εποχή
μες στο κενό και μες στη ζάλη.

Και ένας νέος που ως τότε συνεσταλμένα υπέμενε την αναμονή, έδωσε πνοή στην φυσαρμόνικά του. Και οι άλλοι που ως τότε ανέμελοι κοιτούσαν την ώρα, τώρα χαμογέλασαν και συστήθηκαν. Η κοπέλα του φαρμακείου που ως τότε φώναζε και ασχημονούσε πέταξε το άσπρο της φουστάνι. Έκτοτε μονάζει κάπου στα ουζερί των Χαυτείων και ποτέ δεν μιλά για εκείνη την ιστορία. Όλα άλλαξαν και η φανταστική Αριάδνη, έσκυψε και έκλεψε ένα από τα φιλιά του Άλκη. Μα πώς φτάσαμε λοιπόν ως εδώ Αριάδνη, πώς φέραμε την ζωή μας ως εδώ, δίχως αγάπη πλανιόμαστε μες στις άνυδρες πολιτείες, τι τύχη ο αποψινός μας έρωτας. Και ο νέος με την φυσαρμόνικα, σημείο αναφοράς από εδώ και εμπρός για κάθε γενιά, έπαψε τον σκοπό του. Με την διάφανη φωνή του είπε δυο λόγια, σαν να απαντούσε σε μια άγνωστη πρόκληση.

Λαβύρινθο και πόρτα μυστική
σκάβω στο χώμα σαν σκαθάρι,
άσχημη μάλλον διάλεξα εποχή
μάσκες πουλάνε στο παζάρι.

 Σιγά σιγά, εκείνο το απόγευμα που ήταν φτιαγμένο μονάχα για τον θάνατο, φύσηξε ανέμους θαλασσινούς. Στους ορίζοντες φάνηκαν τα πρώτα δαχτυλίδια ενός τεράστιου, λαχανιασμένου ήλιου. Κύλησαν με κρότο οι παλιές καρδιές και ο Άλκης έσκυψε και φίλησε την Αριάδνη όπως φιλούν ένα εικόνισμα και όπως προσεύχονται. Ο Άλκης πέταξε την μάσκα του και η Αριάδνη χάθηκε μαζί του τρέχοντας κόντρα στο ρεύμα του κόσμου που ετοιμαζόταν και πάλι να καταπιεί την πόλη. Όπου και αν στέκονταν, γύρευαν την φωνή του αηδονιού και έτσι κέρδιζαν κουράγιο. Γύρω τους άνθρωποι με επίμονο βήχα και τις καρδιές ερωτευμένες, έλιωναν μες στα δωμάτια και τα μπαλκόνια από μια άγνωστη αιτία. Μια ολόκληρη ιδιοφυής εποχή ετοιμαζόταν να ξεκινήσει, όμως εκείνη ακριβώς την στιγμή, όλα γκρεμίστηκαν. Και η φωνή της πωλήτριας ξεχώρισε μες στην ανυπαρξία. Το πλήθος πίσω έβριζε και έμοιαζε με τους κομπάρσους μιας άνοιξης που κανέναν ρόλο δεν διαδραματίζει στις ζωές μας. Ευτυχώς όλοι τους αγωνίζονταν ζωντανοί των υπέρ πάντων.

Ο νέος που φανταστικά τραγουδούσε και έπαιζε την φυσαρμόνικά του, εμπρός από το φόντο ενός ιδανικού, ταξιδιωτικού προορισμού σχημάτισε μερικές λέξεις με τα χείλη του.

Άσχημη μάλλον διάλεξα εποχή,
Μάσκες πουλάνε στο παζάρι

 Ο Άλκης χαμένος μες στην απορία αισθάνθηκε το δειλό, υπόγειο ρίγος που συνοδεύει το όνειρο. Και έτσι χάθηκε μες στην Αθήνα του ΄81 που τόπους τόπους αντέχει ακόμη, θυμίζοντας έρωτες σεισμούς.

Α. Θ.