Elvis Costello – I Want You 1986

Με τα νύχια σου
Γαντζωμένη στους τοίχους,
Πρόσεξε μωρό μου,
Μπορεί κάποτε
Να γίνεις κομμάτια

 

Elvis CostelloI Want You
1986

fingernails

 

«Είσαι φρόνιμος σήμερα. Νομίζω Μπο πως η απομόνωση σου έκανε καλό. Τώρα γνωρίζεις ποιος μοιράζει τους ρόλους σε αυτήν την κόλαση.»

Όμως ο Μπο δεν νοιάζεται για τον φύλακα. Έχει στις πλάτες του μερικά καλοκαίρια ακόμη, μερικά μεσημέρια νομίζει πως δεν θα αντέξει και πως θα κάνει κομμάτια τους τοίχους της φυλακής του. Έπειτα θυμάται, λίγα καλοκαίρια μονάχα. Περνά ο φύλακας, ανάβει τον φακό του και γελά. Όμως απόψε ο Μπο δεν θυμώνει.

Από το τρανζιστοράκι του διπλανού ακούγεται η είδηση για μια τρομερή έκρηξη. Ένα διαστημόπλοιο, Μπο, ακούς; Ένα διαστημόπλοιο διαλύθηκε στον αέρα! Σαν να λέμε αυτοί εδώ οι τοίχοι να γίνονται κομμάτια με το τίποτε!

Όμως ο Μπο δεν έχει  πολύ όρεξη απόψε. Κάποιος αδελφός εκεί έξω έμαθε, την αγάπησε βαθιά και την έκανε δική του. Πώς μπόρεσε η Έλντα, πώς μπόρεσε μες στο δικό τους διαμερισματάκι να έφερε κάποιον άλλον; Σκέφτηκε πως όλα είναι ένα ψέμα και πως οι φίλοι του παρεξήγησαν το φέρσιμό της. Έπειτα έσφιξε τις γροθιές του. Ο Μπο δεν είναι συνηθισμένος στο σιωπηλό παιχνίδι της αγάπης, έχει μερικά καλοκαίρια μπροστά του, το κορίτσι του κιόλας χάνεται και πάει καιρός από τότε που πέρασε να τον δει.

Γιατί δεν έρχεσαι Έλντα, μήπως λησμόνησες αυτήν την κόλαση, δεν πονάς για μένα, έστω και λίγο Έλντα; Άκου μωρό μου, κάτω από το πουκάμισό μου φυλάω ένα τριαντάφυλλο και ένα μαχαίρι, για αυτό πρόσεξε απόψε και άσε τα καμώματα. Πάψε να δίνεις δικαιώματα Έλντα, άσε έναν αποχαιρετισμό πάνω στο κρεβάτι και γύρνα κοντά μου Έλντα.

Όταν ρώτησε τον Φ., άραγε μου λες την αλήθεια παλιόφιλε, εκείνος μου απάντησε λιτά και ζήτησε να του ανοίξουν. Το επισκεπτήριο παίρνει τέλος, ο καθένας στον κόσμο του, κάθε νύχτα και πιο βαθιά μες στο κελί. Ένας Καίσαρ, φορτωμένος ενοχές, τρελός από αγάπη, με το κορίτσι του χαμένο. Γράψε της Μπο, γράψε της.

Το ραδιοφωνάκι ουρλιάζει για μία τρομερή έκρηξη σε έναν πυρηνικό σταθμό στην ουκρανική επαρχία. Λένε πως το ατύχημα ήταν φριχτό, πως χιλιάδες άνθρωποι συνωστίζονται στις κεντρικές λεωφόρους, οι αρχές λένε διέταξαν να σφραγιστεί η πόλη. Οι κάτοικοι δεν πρέπει να πάρουν τίποτε μαζί τους, πράσινες ομίχλες ανάμεσα στα κτίρια της επανάστασης και την λεωφόρο Στάλιν που όπως σε κάθε τόπο, έτσι και εδώ με κόπο χάραξαν. Καθένας κουβαλώντας χαλίκι και πίσσα από τα έλη, μόνον τα τελείως απαραίτητα, παρακαλώ βιαστείτε, η έκθεση μπορεί να αποδειχτεί φριχτή δοκιμασία. Να, κοιτάξτε τα παιδιά σας μετά από μερικά χρόνια, με τεράστια, αμυγδαλωτά μάτια, χαμένα στον κόσμο της απορίας, με τις φλέβες τους έτοιμες να σπάσουν.

Γράψε της Μπο, γράψε της ίσως, «μωρό μου, σε αγαπώ περισσότερο από όσα μπορώ να σου πω, θαρρώ πως είναι πια αδύνατο δίχως εσένα να ζήσω και ξέρω, ναι το ξέρω καλά, πως ποτέ δεν θα μπορέσω, σε θέλω μωρό μου, τόσο που τρομάζω, που φθάνω ως τον χαμό, δεν μπορώ να σου πω πόσο σε θέλω, όλα φαντάζουν ξοδεμένες ανάσες μωρό μου.

Γράψε της Μπο, πως δεν είσαι τίποτε άλλο από έναν βουλιαγμένο φάρο, μια τεράστια, κάθετη μοναξιά επάνω στον βράχο. Έλα Μπο, τα αγόρια ξέρουν πώς να κάνουν τα κορίτσια να πληγώνονται. Αυτό είναι αγάπη Μπο, να πονάς με αγάπη μητρική, άδολη τις ίδιες σου τις πληγές.

Όχι, ο Μπο σκίζει το γράμμα και σφίγγει τα σίδερα της φυλακής του. Έξω φέρανε κάποιους καινούριους, ακούγονται ήχοι από σιδεριές που χτυπούν, τα παιδιά του σιδεράδικου κάνουν καλή δουλειά και μας φέρνουν τσιγάρα και πορνοπεριοδικά του ενός δολαρίου και παιδικά καλειδοσκόπια με γυμνές κοπέλες πλάι σε τηλεφωνικούς καταλόγους και κορίτσια αγκαλιασμένα με τον Κάρι Γκραντ. Το ραδιοφωνάκι απόψε έχει τις αντένες του στραμμένες στο άστρο του Αμερικάνου ηθοποιού που κατέληξε αφήνοντας ένα βαθύ σημάδι στην ιδέα της ολόχρυσης Καλιφόρνια. 

Το ραδιοφωνάκι λέει, ο Μάικ, το γερό και δυνατό αγόρι του Μπρονξ κατακτά στην ηλικία των είκοσι μόλις χρόνων τον τίτλο του πρωταθλητή πυγμάχου. Ο Μάικ συνιστά την αληθινή ιστορία του σπορ που γράφεται στους δρόμους της κακόφημης συνοικίας, στα βάθη δωματίων που μεγαλώνουν ατρόμητοι άνδρες. Ο Μάικ χαμογελά διαρκώς, λέει λίγα λόγια και πάντα τελειώνει λέγοντας, «περιμένω τον επόμενο αγώνα.»

Γράψε της Μπο. Αν δεν σε έχει ξεχάσει ακόμη θα φανεί μια Κυριακή στο επισκεπτήριο για να σου πει, «άκου Μπο, αυτή η ιστορία τέλειωσε πια, θα ήταν άδικο να κρατήσω κλειδωμένα στον λαιμό μου αυτά τα λόγια. Ο έρωτάς μας Μπο δεν ήταν ποτέ θρυλικός, κάποτε θα τέλειωνε. Τώρα πια έχω το ποτό και εκείνον και κάπως κρατιέμαι για τον καιρό που λείπεις Μπο από όλα όσα κάνω, όμως δεν αντέχω Μπο.

Ο φύλακας βάζει ένα τραγουδάκι στο τρανζίστορ και παίρνει τον δρόμο του περιπόλου εμπρός από κάθε κελί.

Είναι όλες εκείνες οι ανόητες λεπτομέρειες που κάνουν κομμάτια την ζωή μου, είναι ο τρόπος που  τρέμουν οι ώμοι σου και εσύ ακόμη, είναι η σκέψη πως εκείνος γνωρίζει για σένα μονάχα μαντεύοντας, η σκέψη είναι πως γδύνεσαι, πως εκείνος αφήνει τα ρούχα σου να πέσουν, είναι όλα αυτά.

Όχι, ο Μπο δεν χάνει το κουράγιο του, είναι θαρραλέος, γράψε της Μπο, αν τον πιάσουν με αυτό το αυτοσχέδιο μαχαίρι στα χέρια, γράψε της Μπο, δεν μπορεί κάτι θα θυμάται από σένα, όχι, ο Μπο, ξέρει πως θα την φέρει κοντά του η μυρωδιά του δρόμου, ξέρει πως δεν αντέχει το τρενάρισμα της νύχτας δίχως εκείνον πλάι της.

Το τρανζίστορ μιλά όλες τις γλώσσες του κόσμου. Ο φύλακας ακούει σταθμούς του Δυτικού Βερολίνου, λένε πως μια τρομερή έκρηξη σκότωσε κάμποσους νέους, θρηνεί την απώλεια της Σιμόντ ντε Μπωβουάρ, του Ούλωφ Πάλμε που πεθαίνει καθώς επιστρέφει από τον κινηματογράφο, η ζωή είναι ένας οίκος ανοχής δίχως τοίχους ουρλιάζει ο Ζαν Ζενέ, κάποιος Όμηρος σβήνει τα πλαινά του φώτα μόνο και μόνο για να ανθίσει μια εκθετική λογοτεχνία, το όνομά του επαναλαμβάνεται Μπόρχες, ο Μπο σφίγγει το γυαλί ακόμη περισσότερο, η χαρακιά του κόβει την ανάσα, αν έρθει, αν, χίλιοι τραγουδιστές με παθητικές φωνές θα της πουν το αγαπημένο της τραγούδι και το βιργιλικό όνειρο θα λάμψει και πάλι. Ο τρελός Ιρλανδός Φιλ κρύβεται για πάντα πίσω από την αξεδιάλυτη σκόνη του ροκ αστεριού του.

Άσε το γυαλί Μπο, νόμιζα πως έμαθες στην απομόνωση, χρειάζεσαι και άλλον χρόνο εκεί κάτω, σωστά; Ο φύλακας σβήνει το τρανζίστορ, όμως δεν κάνει βήμα γιατί ο Μπο έχει ζωγραφίσει την μορφή της πάνω στον πορώδη τοίχο. Πίσω του κυλά η ποταμίσια λήθη, ο κρίσιμος και μοιραίος δρόμος της ζωής. Ο φύλακας λέει, δεν αξίζει Μπο, δεν αξίζει γιε μου κάτι τόσο όμορφο. Και ο Μπο συλλογίζεται πως δεν θα της γράψει ποτέ, πώς τώρα πια τα μπλουζ θα είναι οι μοναδικοί του φίλοι. Μα αν της έγραψε τώρα το ξέρει καλά πως θα άρχιζε κάπως έτσι. Κοιτάζει την ζωγραφιά στον τοίχο και ξέρει  πως τόση ομορφιά υπάρχει πάντα πριν από κάθε τι τρομερό. Δεν αξίζει Μπο, δεν αξίζει γιε μου.

Σε θέλω και δεν ντρέπομαι να σου πω πως για σένα έχω κλάψει πικρά, σε θέλω, και θέλω να γνωρίζω όσα κάνατε μαζί, πράγματα δικά μας, γιατί σε θέλω.

Έπειτα να πέφτουν σαν απαλές αστραπές τα τραγούδια του Έλβις, καταμεσίς του 1986, στις φυλακές του Μπρονξ. Ωραίες και σπάνιες μπαλάντες, ηφαιστειώδη ροκ εν ρολ, αφοσιωμένα για πάντα στην αγάπη Έλντα.

Α. Θ.