Απόστολος Θηβαίος | Άλμα

© Sabine Weiss

 

 

Φύγε!
Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ήρθες να με δεις
κι όμως δε μ΄ είδες,

Πούσι, Ν. Καββαδίας

 

Από το βιβλίο
των βυθισμένων καραβιών

 

Ο κύριος Α., διάσημος για τους καλούς του τρόπους και τις συναρπαστικές ιστορίες του, εμφανίσθηκε στο αναψυκτήριο περί τις πέντε το απόγευμα. Είχε σημειώσει σοβαρή καθυστέρηση και μια ανάλογη συνθήκη θα ήταν σε θέση να διαταράξει ολόκληρο το οικοδόμημα της ζωής μας. Μια ζωής, σωστού βυθού, κάτι σαν τον σπασμένο κόσμο του Θησέα, μια ιδέα μυθολογίας και θολής νεφέλης. Τίποτε περισσότερο από μια ισορροπία θαυμάσια για τους απόκληρους της ζωής που προσμένουν από τους πόντους μια απάντηση, μια εικόνα, λίγη ευγνωμοσύνη και έναν ύστατο χαιρετισμό.

Ο κύριος Α., διάσημος για τα κεράσματά του τίποτε δεν είπε. Μονάχα μια βουβή καλημέρα, και έπειτα τράβηξε ίσια για το τραπεζάκι του, μισό στον ήλιο, μισό στο φως, καλά βαλμένο με τα άνθη και τα σημάδια του πλάι στην τζαμαρία που αντικρίζει σε πρώτο πλάνο ολόκληρη την ζωή μας. Τι συμβαίνει, είστε καλά, εσείς μας έχετε συνηθίσει σε ξέφρενες εισόδους, λοιπόν, ότι και να είναι θυμηθείτε κύριε το σκληρό και δοξασμένο τραγούδι που αφηγείται την ζωή μας. Ο κύριος Α. Κοίταξε μέσα από τον λυπημένο κόσμο του και ειρηνικά αποτραβήχτηκε στρέφοντας το βλέμμα του στην προκυμαία. Κάποιος άλλος που έφθασε ποιος ξέρει μέσα από τι συγκυρίες και με άγνωστους σκοπούς, φώναξε, στα ανοιχτά πλέει το Άλμα, το περίφημο και μυστηριακό πλοίο των ωκεανών. Αλήθεια σας λέω, ελάτε να δείτε με τα ίδια σας τα μάτια!

Όλοι τραβήξαμε κατά εκεί, σαν υπνωτισμένοι. Περνούσαμε τα σιλό του λιμανιού, περνούσαμε τους γερανούς με τα σκυφτά κεφάλια που πέθαιναν εκεί έξω, συνιστώντας μια μεγάλη και δυσαναπλήρωτη απώλεια. Ένας άγνωστος, ψηλός και δύσμορφος άνδρας που αργότερα έμαθα πως έζησε τρία ναυάγια και ίσως για αυτό το βλέμμα του παρέμενε απλανές και παράλογο σαν νερό, απήγγειλε μερικούς στίχους. Οι άλλοι ακολούθησαν, σαν να έλεγαν όλοι μαζί μια μυστική προσευχή. Ο κύριος Α. , που από κάποια απόσταση μας ακολούθησε, τώρα έφθασε κοντά στο στεριανό μας πλήρωμα, λέγοντας την πιο κάτω ιστορία.

Πάνε εκατό και βάλε χρόνια που το φορτωμένο νίτρο Άλμα έπλεε ίσια στην γραμμή που νοητά ενώνει δυο ηπείρους. Οι ναυτικοί του, όλοι τους παιδιά από τα χωριά της Γουατεμάλα που μες στην καρδιά τους χτυπά ο ρυθμός του πατρικού βουνού, φρόντιζαν νωχελικά τα πόστα τους. Άλλος για το κατάστρωμα και άλλος για την κουζίνα και τον ασύρματο. Όλοι τους παιδιά από την Γουατεμάλα με πρόσωπα κατάμαυρα, εικονίσματα καπνισμένα που φρόντιζαν νωχελικά τα καθημερινά τους πόστα. Θέλανε δυο εβδομάδες για την Χιλή, όμως η καταιγίδα τους έπιασε στον ανοιχτό ωκεανό. Δοκίμασαν όλα τα τεχνάσματα της ναυτοσύνης, βαλθήκανε να σωθούν σε πείσμα του καιρού. Κάποιοι σύντροφοι έπεσαν στα κύματα και χάθηκαν για πάντα, άνθρωποι δαχτυλίδια κρεμασμένα πάνω στους λαιμούς τους κοραλένιους. Δεν υπήρχε χρόνος για πίκρα, εκείνη η νύχτα έμοιαζε με την τελευταία τους. Το παιδί στον ασύρματο μάταια πάσχιζε στέλνοντας σήματα στο πουθενά. Ο κύκλος της ζωής τους έκλεινε όπως ο βρόγχος στον λαιμό του καταδικασμένου. Το παιδί στον ασύρματο μάταια πάσχιζε, όλα τα κανάλια ήταν κλειστά, όλοι οι δρόμοι αδιέξοδοι. Το αίμα τους πάγωσε όταν εκείνος που είχε επιφορτιστεί με τον ρόλο του σηματωρού φώναξε για το μεγάλο κύμα. Όλοι κοίταξαν στην κατεύθυνση της πρύμνης, όλοι γονάτισαν και έκλαψαν πικρά για το σκληρό τους τέλος. Η Αλίκη των θανάτων φάνηκε στο κατάστρωμα, βαδίζοντας σαν ιέρεια. Το πλοίο καταποντίστηκε και έμελλε εκείνο το ταξίδι του να σταθεί μνημειώδες, ένα ταξίδι μπρούτζινο, μια προφητεία του ωκεανού που διαβάστηκε εκείνη την νύχτα επάνω στην γραμμή που ενώνει δυο κόσμους. Όταν διάβασαν τα σήματα στον σταθμό του λιμανιού είχαν κιόλας ξοδευτεί κάμποσες ώρες. Ένιωσαν την αγωνία του ασυρματιστή και βουβάθηκαν. Και έβγαλαν τα ναυτικά τους κασκέτα, όλα με το όνομα ενός πλοίου στο γείσο τους και κράτησαν ενός λεπτού σιγή για τα παιδιά του πλοίου Άλμα που από απόψε ταξιδεύει σε σύμπαντα πλατωνικά. Έπειτα σαν κάθε άλλη φορά, επικεντρώθηκαν στα σήματα, καταγράφοντας όλα εκείνα τα κοριτσίστικα ονόματα που ταξιδεύουν απόψε στα ανοιχτά. 

Και εκείνο;, ρώτησε ο δύσμορφος άντρας, εγκαταλείποντας τα μάτια του ως μέσα στους ορίζοντες. 

Ο κύριος Α., πάντα ακριβής και πιστός στις αφηγήσεις του, κράτησε και εκείνος ενός λεπτού σιγή. Ο κόσμος σώπασε για να ακουστούν οι μουσικές από τα παγωμένα πελάγη. 

Εκείνο είναι το πλοίο Άλμα που ταξιδεύει τις νύχτες πάνω στην γραμμή δυο κόσμων. Όλοι τους χαμένοι, πνεύματα θεατρικά περνούν αρόδο έξω από τις ακτές μας, γυρεύοντας να νιώσουν λίγη από την ζωή που τόσο βάναυσα στερήθηκαν. Λένε πως το πλοίο καθοδηγεί ένας τυφλός καπετάνιος και ένα παιδί με τραβηγμένα χαρακτηριστικά, αυθεντικός Αζτέκος, με ρίζες ως την χαμένη αυτοκρατορία και τα αγαλματίδια της Βέρα Κρουζ. Ο ασυρματιστής, ο λοστρόμος, ο σηματωρός παραμένουν στις θέσεις τους, φωνάζοντας, “όβερ”, τραγουδώντας, προφέροντας την λέξη ξηρά με εκείνη την έκπληξη και την σημασία που άξαφνα μοιάζουν να αποκτούν τα μυθώδη πράγματα. Αυτό είναι το πλοίο με το όνομα Άλμα που απόψε διασχίζει τα ήμερα νερά μας. Μην τρομάξετε, μήτε να χαιρετήσετε εκείνα τα παιδιά που τραβούν ίσια στις καταιγίδες, δίχως φόβο για εκείνο που θα χαθεί, δίχως τον λογισμό ενός κοριτσιού, δίχως την ανάμνηση του βουνού. Ο θάνατός τους φαντάζει μια ολόκληρη εξασθένηση. Η φωνή τους που δεν βγαίνει κοιμάται απόψε και για πάντα, στα φρέατα της θαλάσσης με τις άγνωρες φλέβες, τις υπόγειες.

 Ο κύριος Α. Έβγαλε το κασκέτο του. Η νύχτα ερχόταν γρήγορα, νύχτα διωκόμενη ποιος ξέρει από τι κίνδυνο. Οι άλλοι διαλύθηκαν ήσυχα στους γύρω δρόμους. Ο κύριος Α. Φαντάστηκε μια στήλη επιτύμβια για το πλήρωμα του πλοίου Άλμα. Σαν είπε την ιδέα του οι άλλοι χειροκρότησαν και έγνεψαν αποφασιστικά πως δεν θα ξεχάσουν. Έπειτα, μίλησε για τελευταία φορά και καθώς η νύχτα κυλούσε από τις χαραμάδες της πολιτείας και όλα τα κατακτούσε, ο κύριος Α. Δήλωνε. 

Τι όμορφη ώρα! Η μέρα που πεθαίνει, κοιτάξτε την που γαντζώνεται από τα ρέλια για να σωθεί, η πεισμωμένη μέρα, με το ειδύλλιο των χρωμάτων της και τις λεπτουργημένες ιδιότητες της. Και η ζωή μας σε αχρηστία, μια λευκή ζωή, με χρόνια μονταρισμένα, με ότι καλύτερο κρυμμένο στις μέσα τσέπες του παλτού μας, για πάντα βυθισμένο. Η μοίρα του πλοίου Άλμα διαθέτει αρκετή τραγωδία. Αντηχάει από τα ανοιχτά και ίσια τραβά, ποιος ξέρει σε ποια άβυσσο. Λοιπόν, τι λέτε, να πιούμε απόψε στην υγειά του χαμένου πλοίου; Εδώ πιο κάτω λειτουργεί ένα ωραίο καφενείο με καδραρισμένες φωτογραφίες και πολύχρωμες γκαζολάμπες. Ίσως για λίγο να ξεχαστούμε, τι λέτε; Ώσπου να χαθεί από τα μάτια μας το πλοίο Άλμα με τους φτωχούς, πνιγμένους ναύτες που ποτέ δεν θα επιστρέψουν. Εμείς θα γίνουμε τα πρόσωπά τους, πρόσωπα αφιερωμένα σε μια αγρύπνια, τίποτε λιγότερο. 

Οι άλλοι τον ακολούθησαν με τις καρδιές τους περισσότερο παρά με τα μάτια. Ο μεγαλόσωμος άνδρας, με το δύσμορφο παρουσιαστικό στάθηκε πίσω και δεν μίλησε. Εκείνα τα κύματα, εκείνο το μπουλούκι της στεριάς, παλιοί θεατρίνοι ενός θιάσου που παρασύρθηκε από τα χρόνια, εκείνος ο κύριος με τις γοητευτικές ιστορίες, η αγωνία του νεαρού ασυρματιστή, οι σύντροφοι που ταξιδεύουν καρφωμένοι στις δελφινιέρες, όσοι προσμένουν κάποιον να επιστρέψει, η γλύκα του κόσμου, το παραθεριστικό ταβερνάκι με τις γκαζολάμπες που ετοιμάζονται να κατακτήσουν συνιστούν κλειδιά στα χέρια του. Όπως τα γένια του που ανεμίζουν, όπως τα αμερικάνικα τσιγάρα του και η καραντίνα της καρδιάς  τριάντα και βάλε τώρα χρόνια. Οι άλλοι ερωδιοί βάδιζαν στο βάθος ίσια στην μοναξιά του ο καθένας. Το πλοίο χανόταν. Στα αμπάρια του ταξίδευε πολλή μνήμη και ατμόσφαιρα ανθισμένης μουσελίνας.

Απόστολος Θηβαίος