Νικήτας Δεσποτίδης | Συναλλαγές

© Bruno Barbey

«Λοιπόν, τι προσφέρετε καλέ μου κύριε». Ο κύριος δίπλα μου, με ύφος τρανού επιχειρηματία ώρες τώρα με τυραννούσε να προχωρήσουμε σε κάποιου είδους συναλλαγή, ή ανταλλαγή τέλος πάντων. Είχε έναν καλό αέρα, καθόμασταν κάτω από μια συκιά σε ένα μικρο χωραφάκι ακαλλιέργητο. Τα σύννεφα τρέχαν  σχετικά κοντά μας και φαινόταν σα να πήγαινε για ομίχλη. Ωστόσο ο περίεργος τύπος που είχε εμφανιστεί από το πουθενά και καθόταν όλο απαίτηση δίπλα μου ίδρωνε σαν άλογο. Κουνούσε και το πόδι του νευρικά και σφύριζε αγχωμένα.

«Άνθρωπέ μου, κάτσε και απόλαυσε το δειλινό και άσε τις επενδύσεις. Εξάλλου εμένα δε μου κόβει από οικονομικά». Ήθελα να του το κόψω αλλά πού τέτοια τύχη.

Στο από κάτω χωραφάκι δυο κοπέλες θλιμμένες φαίνονταν να κάνουν και αυτές το ίδιο αλισβερίσι. Πήρε κουράγιο.

«Κοιτάξτε να γίνεται λιγάκι πιο συνεργάσιμος, γιατί θα πάρω το εμπόρευμα και θα φύγω».

Άρχισα να κοκκινίζω· «Βρε δε μου πας στο διάολο λέω εγώ».

Δυο σαύρες περάσαν βιαστικά από μπροστά μας, μια γριούλα που κουβάλαγε φραγκόσυκα με χαιρέτησε. Τα χέρια μου ήταν άσπρα από ασβέστη, μια γεύση βασάνιζε το στόμα μου. Οι σκιές των βράχων άρχισαν τραβιούνται· πέρα η θάλασσα σκοτείνιασε. Τα σύννεφα πλησιάσαν κι άλλο.

Μου τράβηξε το γιακά και μου έδωσε μια βαρβάτη στο σαγόνι.

«Σου δίνω εκείνη τη νύχτα στο παγκάκι κάτω από τον βράχο με τις αράχνες. Τα αστέρια να τη λούζουν. Μακριά να ακούγονται άνθρωποι. Τα χέρια σου πάνω της. Η ανάσα της στ’ αυτιά σου. Μάτια που λάμπουν. Λαιμοί και κορμιά…»

Γέλασα βαριά και ψεύτικα. Κλώτσησα μια πέτρα. «Για μαλάκα με έχεις»;

Εμφάνισε από το πουθενά έναν χαρτοφύλακα πολυχρησιμοποιημένο, φαίνεται την έκανε συχνά τη δουλειά. Τον άνοιξε. «Ζητάς μήπως εκείνο το απόγευμα στην παραλία μες στην αλμύρα και το άγχος; Ένα απλό απομεσήμερο στο σπίτι που κοιμόταν; Μια κάποια νύχτα; Στα δίνω όλα· ό,τι σε όρισε ή σε ορίζει. Ο περίπατος στου Φιλοπάππου. Το παγκάκι εκεί πάνω. Το παλιό σπίτι του φίλου σου. Τις γρανίτες. Μπουκέτα ολόκληρα γεμάτα σκονισμένα όνειρα. Νευρώνες φουσκωμένους από φαντασιώσεις μέσα στη μόνωση. Μονολόγους. Νύχτες που δεν κάνετε τίποτα και απλώς μιλάτε και τρώτε. Χιλιάδες γέλια. Χιλιάδες σελίδες της δικής σου προσωπικής ιστορίας (σε τρομερή τιμή).»

Ο αλήτης! Ήταν σαν πλασιέ που πούλαγε μπρίκια, ενόσω μου έδειχνε μέσα στην βαλίτσα του αμέτρητα μπουκαλάκια πολύχρωμα. Φαντάστηκα τις δυνατότητες. Πόσες ευτυχίες θα ξαναζούσα. Ύστερα με έπιασε αναγούλα· πώς διάολο χώρεσε όλο μου το βιός σε έναν χαρτοφύλακα;

«Όλα σε έκτακτη ανάλυση, κάλε μου κύριε. Σαν να τα ζείτε τώρα που μιλάμε, κρύσταλλο. Ούτε το παραμικρό δε θα χρειαστεί να αναδημιουργήσετε. Η τεχνολογία είναι αφάνταστη»΄.

Η νοσταλγία άρχισε να με μπουκώνει. Ο κόμπος μιας ζωής ανέβηκε στο λαιμό μου. Βούρκωνα. Παρατήρησα πώς ο καιρός είχε αλλάξει άρδην. Η μπλούζα μου κοπάναγε πάνω μου, τα φύλλα της συκιάς μαστιγώναν τον αέρα. Η ορατότητα άρχισε να χαλά, μα είδα και στο διπλανό χωράφι δυο καλοντυμένους κυρίους να κοιτάνε με πάθος τον χαρτοφύλακα του ενός.

«Και τί ζητείς»;

«Την υπογραφή σας πως δέχεστε να συνεργαζόμαστε για την βελτιστοποίηση και των μελλούμενων αναμνήσεών σας. Κανένα ξερό σύκο· κάνα πενηντάρικο.»

Είχε πια πέσει ομίχλη. Άρχισε να ρίχνει χοντρές στάλες βροχής. Τα μάτια του λάμπαν από τρέλλα. Ξεκούμπωσε το πουκάμισό του και άρχισε να φέρνει βόλτες το δέντρο. Ο αέρας τον έδερνε. Τα κλαδιά σφυρίζαν. Δεν απαντούσα.

«Δωρεάν! Δωρεάν! Παρ’ το τζάμπα.», πρότεινε βίαια τον χαρτοφύλακα «Δωρεάν, αχάριστο γομάρι!»

Καταβρεχόμουν. Σκεφτόμουν τις αναπολήσεις μου. Του ‘δειξα το κεφάλι μου.

«Εδώ. Η μνήμη μου είναι εδώ. Προτιμάω το αναλογικό. Το δικό μου. Με τις δικές μου ατέλειες και συμπληρώσεις. Την θολούρα που την γεμίζει η φαντασία. Οι ανακρίβειες μου. Δε θέλω τα γεγονότα σου, καλέ μου κύριε».  Οι καμπάνες του χωριού αρχίσαν να βαρούν.

Πιαστήκαμε στα χέρια. Τον έσκιζα με τα νύχια μου και εκείνος προσπαθούσε να μου δώσει να φάω την βαλίτσα του. Μου φώναξε «εξευγενίσου!». Μου μαύρισε το μάτι. Μα κοίταξα μες στην ομίχλη και είδα σε αμέτρητα χωραφάκια, αμέτρητους χαμογελαστούς ανθρώπους να υπογράφουν πάκους χαρτιά και να κοιτάνε λατρευτικά χαρτοφύλακες.

Τον εβάρεσα στα αχαμνά και τον έσπρωξα σε μια λιμνούλα όμβριο νερό. Στην αντανάκλαση είδα τον εαυτό μου, καταμόναχο, μες στις λάσπες, να κρατάω το κεφάλι μου.

Εμβρόντητος και μέσα στη φρίκη άρχισα να προχωράω προς το σπίτι. Με έτρωγε η θέληση να κοιτάξω τριγύρω τα χωράφια και να δω αν δεκάδες άλλοι προχωρούσαν σοκαρισμένοι ή αν υπήρχαν πρόσωπα χαρούμενα· ή πρόσωπα γενικά. Μα δεν το έκανα. Άφησα να ολοκληρωθεί η συναλλαγή.

 


Ο Νικήτας Δεσποτίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000. Η λογοτεχνία για εκείνον υπήρξε ανάγκη από πολύ μικρή ηλικία, γεγονός που τον ώθησε στον κόσμο των γραμμάτων. Σπουδάζει φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Λογοτεχνικά θέματα που τον συγκινούν είναι ο φόβος για το μέλλον, οι χαμένες ευκαιρίες και η εμμονή στο ασφαλές και εξωραϊσμένο παρελθόν.