Μαρία-Λυδία Κυριακίδου | Αποδύοψις

[Από παιδί]

Από παιδί παιδεύω
έναν φόνο.
να σκοτώσω
παλεύω
εσένα.

Σκέψη μου σε είπα
αλλά το παν κτητικό
φυλακή.

Μάνα μου σε φώναξα,
μα απ’ όλες εσύ ήσουν η
Μήδεια.

Από παιδί παιδεύομαι
από έναν φόνο.
Παλεύω να
σκοτώσω
εμένα.

[Σελ.42]

 



[Τα τρία δάχτυλα]


Τι κι αν κατάφερα να ταξινομήσω τα

πλευρά σου κι ένα ένα τα μέτρησα
σε όλες τις διαστάσεις,
με την ελπίδα πως θα γίνουν μέλη
ολόκληρου σώματος.
Πάνω στο κίτρινο καπό
ενός ταξί
μια σταγόνα αντιστέκεται
ακόμη
στη βαρύτητα,
ο ταξιτζής γνωρίζει
όλους τους νόμους
του Νεύτωνα
κι ένα λασπωμένο περιστέρι
παλεύει με άλλα δώδεκα,
για ένα καθαρό
ξεροκόμματο ψωμί.  
Ξαράχνιασα και τη γωνιά,
εκείνη που μ’ εκνεύριζε
αφού
η τάξη του χάους,
μου υποσχέθηκες,
δε θα ‘χε χρώμα
κι εμένα μ’ έβαψαν
καιρό τώρα
κόκκινη.

Και θέλω ν’ αγγίξω τα μαλλιά σου.

Μήπως είδες πού τα ‘βαλα;
Μου λέει η τρανή Θεοδώρα,
ξεβαμμένη στον
ύπνο,
λιγάκι σιχαμερή
θα έλεγα.
«Όρισε,
πάρε το στέμμα μου το πιο λαμπρό,
να, κει στη μέση το ‘χω αφήσει
δίπλα από τον σωρό με τα περσινά
ξινά σταφύλια.
έχει λιγάκι θαμπωθεί απ’ τον
άνεμο, μα είναι ακόμη
το αξιότερο της θλίψης.
Φόρεσέ του το».
Το κράτησα για μένα.
Ελπίζω να μη σε πειράζει.
Σιγά μη σε πειράζει.
Σιγά να μην μπορούσες εσύ να
το ταιριάξεις με τη φανέλα σου.
Τι «ποιά φανέλα;»
μωρέ;

Μου ‘μειναν τώρα
τρία αεικίνητά σου
δάχτυλα,
μια σκασμένη φτέρνα
-πιθανολογώ δική σου-
και η δεξιά σου ρώγα.

Όλα τα ταιριάζω
εντάξει είν’ όλα
μα ακόμη με ζαλίζουνε
τα δάχτυλα.

Ποιός νοιάζεται…
Θ’ ανάψω να ζεσταίνεται
νερό.

[Σέλ.67,68,69]


Μαρία-Λυδία Κυριακίδου – Αποδύοψις – Εκδόσεις Πνοή, 2018