Ε.Χ. Γονατάς | Οι αγελάδες

Οι αγελάδες [Απόσπασμα]

Καθόμαστε σ’ ένα υπαίθριο καφενείο: πέντ’ έξι καρέκλες αραδιασμένες στην όχθη ενός μικρού ποταμιού και πιο πέρα, κάτω από ένα πλατάνι, μια παράγκα πνιγμένη στις περικοκλάδες, με την επιγραφή «Η μορφωμένη Αράχνη». Πίνομε το ούζο μας βλέποντας τις πέστροφες να πηδάνε κάθε τόσο δύο-δυo έξω απ’ το νερό, που αφρίζει σαν άσπρο στεφάνι γύρω στ’ αστραφτερά τους κεφάλια. Αμίλητοι χαιρόμαστε τη γαλήνια ομορφιά του τοπίου.
Μα δεν περνάει πολλή ώρα και τρεις βροντερές εκρήξεις στη γραμμή τραντάζουν τα ποτήρια στα τραπέζια και με ξεκουφαίνουν. Ξυπνώ από τη ρέμβη μου αναπηδώντας στην καρέκλα. Κάτι τζάμια ακούγονται να σπάνε μακριά σ’ ένα χτήμα• φωνές και βλαστήμιες εξιδανικευμένες απ’ την απόσταση ταράζουν για λίγο την ησυχία. Ύστερα πάλι σιωπή. Οι άλλοι γύρω μου —άνθρωποι του τόπου— ατάραχοι, σα να μην άκουσαν τίποτα, συνεχίζουν να ρουφάνε γουλιά-γουλιά το ούζο τους σφουγγίζοντας με το χέρι τις στάλες πού κρέμονται στα μουστάκια τους. Στα μαλλιά τους πετάνε μεγάλα δειλινά κουνούπια. Δεν κρατιέμαι και γυρίζω σ’ αυτόν που κάθεται πλάι μου. Φοράει μενεξελιά ράσα.
«Πάτερ», ρωτάω, «τι συμβαίνει; Άκουσες τις κανονιές;».
Ο παπάς πολέμαγε να σπρώξει με τα παχουλά του δάχτυλα μέσα στο φαρδομάνικό του ένα κοτόπουλο, που όλο έβγαζε το κεφάλι. Χωρίς να με κοιτάξει, μου λέει:
«Ο Θεός, τέκνον μου, τιμωρεί τους φιλάργυρους βουκόλους».
Ύστερα βλέποντας πως το πουλί ησύχασε κι έπαψε να μπαινοβγαίνει στα μανίκια του, σηκώνεται και μου γνέφει να τον ακολουθήσω. Οι άλλοι ούτε μας προσέχουνε καν. Περνάμε πίσω απ’ την παράγκα του καφενείου, μέσα από ’να φράχτη με κολοκυθιές φορτωμένες πορτοκαλιά λουλούδια, μεγάλα σαν χάλκινες τρουμπέτες, και βγαίνουμε σ’ ένα απέραντο χωράφι με πολλές στέρνες. Ακούγονται ζώα πού ξεφυσάνε ρουθουνίζοντας. Πηγαίνουμε από στέρνα σε στέρνα. Είναι όλες βαθιές, χωρίς νερό, και στον πάτο γυρίζουν αγελάδες με καστανό τρίχωμα. Σκύβουν κάθε τόσο το χοντρό σβέρκο τους στα παχνιά και μασουλίζουν. Οι κοιλιές τους τεράστιες πετάγονται έξω απ’ το κορμί ολοστρόγγυλες και πρησμένες.
«Αυτές εκεί πρόσεξέ τες καλά, τώρα πού σηκώνουν την ουρά να διώξουν τις μύγες», μου λέει ο σύντροφος μου.
Κοιτάζω και βλέπω χωμένο βαθιά στον πισινό τους από ’να μεγάλο άσπρο φελλό. Λουριά περασμένα κάτω απ’ τα σκέλια και την κοιλιά και σφιχτοδεμένα στη ράχη τους, κρατάνε γερά στη θέση του το φράξιμο, που να μην μπορεί με τίποτα να το πετάξει το ζώο.
«Με το σύστημα αυτό», μου εξηγεί, «που αποκλείει στις αγελάδες να διώξουν απ’ τον οργανισμό τους τ’ ανεπιθύμητα περισσέματα της τροφής, οι βουκόλοι πιστεύουν πως θα καταφέρουν να τις παχύνουν γληγορότερα. Δεν εννοούν ν’ αφήσουν ούτε ένα σπειρί κριθάρι να βγει από μέσα τους αχώνευτο. “Είναι κι αυτό ζυγισμένο στη ζυγαριά του εμπόρου και το πληρώσαμε”, λένε, “δε μας το έδωσαν χάρισμα!” ».

Περιεχόμενα:

Οι αγελάδες
Η στέρνα
Οι κύκνοι
Η επίσκεψη
Το δάσος
Ο νεκρός
Θα μας διώξουν

Ε.Χ. Γονατάς
Ε.Χ. Γονατάς - Οι αγελάδες – Στιγμή, 1992